3 Φεβρουαρίου – Η επισφαλής εργασία και οι συνέπειές της στην κοινωνική θεωρία (Άννα Κουμανταράκη)

Στην εισήγηση αυτή επικεντρωνόμαστε στις θέσεις που αναπτύχθηκαν στην κοινωνική θεωρία σε σχέση με την επισφάλεια στην εργασία την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και των αρχών του 2000. Ο λόγος για τον οποίο αναφέρομαι ειδικά σε αυτήν εποχή είναι γιατί σε εκείνη ακριβώς την ιστορική περίοδο αναδείχθηκε έντονα το ζήτημα της επισφάλειας στις εργασιακές σχέσεις το οποίο βέβαια εντάθηκε και κυρίευσε την αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια. Η εργασιακή ευελιξία θεωρήθηκε συνώνυμο της φτωχοποίησης των εργαζόμενων. Συγκροτήθηκε ένα νέο εργατικό δυναμικό, το πρεκαριάτο, το οποίο έχει συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά τα οποία το διαφοροποιούν από το προλεταριάτο ως τάξη. Καθώς οι πρεκάριοι μετακινούνται από δουλειά σε δουλειά δεν έχουν το χρόνο και το χώρο για να αναπτύξουν ένα δίκτυο προστασίας και θεσμοθέτησης των κοινωνικών τους δικαιωμάτων. Οι επισφαλείς εργαζόμενοι είναι συνεχώς κάτω από την απειλή της φτώχιας και δεν δημιουργούν σταθερές οικογενειακές και φιλικές σχέσεις. Πολλοί από αυτούς έχουν υψηλές εκπαιδευτικές πιστοποιήσεις και είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Μάνου Σπυριδάκη στους ακαδημαϊκούς εργάτες που είναι οι πρώτοι που απολύονται από τα πανεπιστήμια που πλέον λειτουργούν πλέον κάτω από τις επιταγές της αγοράς. Από την πλευρά της κοινωνικής θεωρίες οι πρεκάριοι αντιμετωπίζονται ως εξής: με την ηχηρή απουσία στο λόγο της θεωρίας όπου το ίδιο το θέμα της εργασίας φτάνει να αντιμετωπίζεται πλέον ως ένα θέμα που έχει χάσει το θεωρητικό του ενδιαφέρον. Η δεύτερη ανάγνωση της επισφάλειας η οποία προέρχεται από τον Ζύγκμουντ Μπάουμαν την συνδέει με την φτωχοποίηση και τη δημιουργία κοινωνικών αποβλήτων που πλημμυρίζουν και απειλούν να καταπιούν με τη δυσωδία τους τις πλούσιες δυτικές κοινωνίες. Υπάρχει και μια τρίτη θεώρηση αυτή του Γερμανού κοινωνιολόγου Ulrich Beck (2002) ο οποίος θεωρεί ότι οι μέχρι τώρα αναλύσεις για την επισφάλεια στηρίζονται σε εννοιολογικά εργαλεία και προσλαμβάνουσες που είχαν οι θεωρητικοί για την εργασία από την περίοδο που χαρακτηριζόταν από ισχυρό κοινωνικό κράτος και πλήρη και προστατευμένη απασχόληση και αδυνατούν να ερμηνεύσουν τις εργασιακές σχέσεις στις σημερινές συνθήκες. Κάτω από τη σκοπιά αυτής της τελευταίας προσέγγισης θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τις προκλήσεις που γεννά το πρόβλημα της επισφάλειας για την κοινωνική θεωρία και τη μελέτη των κοινωνικών συγκρούσεων. Ενώ η συνδικαλιστική οργάνωση των επισφαλών είναι πλέον γεγονός, η συνδικαλιστική κινητοποίησή τους θεωρείται ως πολιτική δράση μικρής κλίμακας, η οποία δεν επηρεάζει αποφασιστικά την πορεία των Ευρωπαϊκών συνδικάτων προς τη συμφιλίωση με τα εργοδοτικά συμφέροντα. Παράλληλα υπάρχει μια ανανέωση του ενδιαφέροντος για τον κορπορατισμό και τη σύμπλευση των συνδικάτων με ό,τι θεωρείται όχι μόνο εθνικά συμφέρουσα εργατική πολιτική αλλά και ευόδωση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με βάση αυτά τα δεδομένα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η επισφάλεια, παρόλο που αποτελεί πλέον ένα κύριο χαρακτηριστικό της απασχόλησης δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην ανάλυση της συνδικαλιστικής δράσης σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.