Διανοητές όπως ο Giovanni Sartori και ο Norberto Bobbio έχουν υποστηρίξει πως, ως γνωστική περιοχή, η θεωρία αποτελεί ιδιαίτερο τρίτο είδος [tertium genus] ανάμεσα σε φιλοσοφία και επιστήμη που είναι εκ των πραγμάτων προορισμένο να υπαχθεί σε έναν από τους δυο αυτούς καταστατικούς πόλους του σκέπτεσθαι: στην πορεία εξέλιξης και ωρίμανσής της μια θεωρία θα είναι είτε φιλοσοφική (με βασικές μέριμνες την κανονιστική θεμελίωση, την εσωτερική συνοχή, την υπεραναπαραστατική εκφορά κ.ά.) είτε επιστημονική (με στόχο την εμπειρική επεξήγηση και επικύρωση, τη συγκρότηση ενός υποδηλωτικά επαρκούς λεξιλογίου, κ.ά.). Όμως δεν είναι μόνο η καθαυτό υπόσταση ενός θεωρητικού έργου που εξηγεί την εμβέλειά του ή/και την επίδραση που ασκεί. Εξίσου σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο τρόπος πρόσληψης και επερώτησής του: Πώς προσεγγίζουν το θεωρητικό σώμα οι δρώντες που επιδιώκουν να το αξιοποιήσουν; Πώς αναγιγνώσκουν τον πυρήνα του και πώς αντιμετωπίζουν πιθανά προβλήματα καθ’ οδόν προς τις αναγκαίες προσαρμογές; Πώς επιδρά ο ιστορικός χρόνος στις συναφείς επεξεργασίες και πώς αναπροσδιορίζονται τα εκάστοτε ζητούμενα; Επιχειρώντας μιαν εμπεριστατωμένη περιοδολόγηση στη σχέση δυο μεγάλων μαρξιστών διανοητών, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Γιώργος Σουβλής στην εισήγησή του «Αγγλικός Μαρξισμός και Γκραμσιανή Ηγεμονία: η σχέση του Perry Anderson με τον Σαρδήνιο κομμουνιστή Antonio Gramsci» (σχολιασμός: Κώστας Γούσης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 28 Μαρτίου (ώρα έναρξης: εκτάκτως, 16.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Κάθε περίοδος κινηματικής ενεργοποίησης θέτει επί τάπητος το ζήτημα της θέσης και του ρόλου που διαδραματίζει το εργατικό κίνημα. Σε μια συγκυρία που οι κοινωνικές αντιστάσεις όχι μόνο πολλαπλασιάζονται αλλά και κερματίζονται, το ερώτημα επανέρχεται επιτακτικά με όρους ταυτόχρονα ερευνητικούς όσο και θεωρητικούς. Υφίστανται ποιοτικά νέοι υλικοί όροι συγκρότησης της εργατικής συλλογικότητας και –αν ναι– σε τι ακριβώς συνίσταται η επίδραση που ασκούν στη διαμόρφωση  των συναφών κινηματικών υποκειμένων; Μπορεί η εργατική ταυτότητα (η επιτομή της μείζονος εκμεταλλευτικής σχέσης) να προκαλέσει ευρύτερες κοινωνικές συσπειρώσεις υποτελών και ποιες οι προϋποθέσεις; Πώς οι μορφές δράσης που επιλέγονται επιδρούν στην όλη διαδικασία, και πώς μπορούν να λειτουργήσουν μετασχηματιστικά; Πάντοτε κομβικός, βέβαια, παραμένει ο ρόλος της πολιτικής: της απόδοσης της πραγματικότητας (που σπανίως –αν ποτέ– απλώς υφίσταται ή «μιλά από μόνη της»), συνδυαστικά με ειδικά αιτήματα, στρατηγικές διεκδικητικές κινήσεις, και οραματική στόχευση. Αξιοποιώντας την πλούσια ελληνική εμπειρία του κύκλου διαμαρτυρίας ενάντια στη λιτότητα, ο Νίκος Πελεκούδας εξετάζει τη στάση του εργατικού κινήματος σε ευρύ φάσα διαστάσεων (ρεπερτορίων δράσης, σχέσεων που αναπτύχθηκαν με εγχειρήματα τοπικά ή μεγαλύτερης εμβέλειας, όπως οι Πλατείες των «Αγανακτισμένων», καθώς και το ρόλο των κομμάτων) στην εισήγησή του «Μνημόνιο και εργατικό κίνημα, 2010-2014: υπερβάσεις και αγκυλώσεις» (σχολιασμός: Χρήστος Αβραμίδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 21 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η συζήτηση για την Ακροδεξιά –αφ’ εαυτής της πλούσια και εκθετικά αναπαραγόμενη– κινδυνεύει να καταστεί το απαύγασμα μιας προαναγγελθείσας απώλειας αν δεν εγκύψει σοβαρά, αφενός, στις υλικές καταβολές του φαινομένου και, αφετέρου, στους μηχανισμούς μέσω στων οποίων αυτό μεταλαμπαδεύεται προβάλλοντας οικείες εκφορές και πολιτικές αναπαραστάσεις. Η Ακροδεξιά ούτε από έναν καθαρό ουρανό πέφτει ούτε βέβαια και προωθεί τα κελεύσματά της ερήμην των στηριγμάτων που διαθέτει στον κρατικό κορμό. Προνομιακός χώρος για την ανάπτυξη αυτών των πρακτικών αποτελεί το εύπλαστο εθνικιστικό συντακτικό: η άποψη ότι για τα δεινά που βιώνουν οι υποτελείς ευθύνονται είτε εξωτικοί –κατά κανόνα ακόμη πιο ενδεείς– αποδιοπομπαίοι τράγοι είτε κάποιοι ασύμμετροι εχθροί, ποτέ όμως οι επιβλέποντες κυρίαρχοι. Εφαλτήριο για την –πραγματική και όχι απλώς ευκαιριακή– αντιμετώπιση αυτών των λαθροχειριών (στις οποίες η ενσυνείδητη Πολιτική Κοινωνιολογία οφείλει ενεργά να συμβάλλει) αποτελεί τόσο η ενδελεχής διερεύνηση των ακροδεξιών επικοινωνιακών μοτίβων (οι τρόποι με τους οποίους επιδιώκεται γεφύρωση με κοινωνικά παγιωμένες αξίες όπως η «πατρίδα») όσο και η αποτύπωση των πραγματικών τους δικτυώσεων στο τρέχον πολιτικό γίγνεσθαι. Μεταφέροντας τα πορίσματα πολυετούς συστηματικής έρευνας, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται η Αθηνά Σκουλαρίκη στην εισήγησή της «Εθνικιστικά και ακροδεξιά δίκτυα κατά τις κινητοποιήσεις για το Μακεδονικό: οργάνωση, διαφοροποιήσεις και εξέλιξη – 2018-2024» (σχολιασμός: Ρόζα Βασιλάκη). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 14 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Καθώς η μνημονιακή διαχείριση της «Μεγάλης Ύφεσης» επέδρασε καταλυτικά σε πλειάδα τομέων του δημόσιου βίου, η αποτίμηση του τοπίου που διαμορφώθηκε αποτελεί διαχρονικό ερευνητικό ζητούμενο. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί σε περιοχές όπως –μεταξύ άλλων– η εργασία, η κατοικία, η ασφάλιση και η υγεία, τόσο η συμπλήρωση των κενών που παραμένουν όσο και η θέαση των εξελίξεων σε δυναμική προοπτική εξακολουθούν να αποτελούν κρίσιμη πρόκληση. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χώρος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης την επαύριο της επιβολής του Καλλικράτη.  Τι αποτελέσματα είχε η μείωση του αριθμού των Δήμων, ποιες άλλες αλλαγές θεσμοθετήθηκαν, και πώς οι νέες συνθήκες επηρέασαν το εργασιακό περιβάλλον; Οι απαντήσεις συνθέτουν μια πραγματολογία πολλαπλών συνεπειών, αναδεικνύοντας παράλληλα και τη σημασία που έχει η επισταμένη διερεύνηση των αντιστάσεων που εμφανίστηκαν. Υποστηρίζοντας πως σε μια περίοδο γενικευμένης συνδικαλιστικής υποχώρησης οι εργατικοί αγώνες στην ΤΑ εισέφεραν νέα, αξιοσημείωτα στοιχεία (στα ρεπερτόριο δράσης, στις αξιακές πλαισιώσεις, αλλά και στα γενικά πολιτικά τους χαρακτηριστικά), με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Βασίλης Πετρόπουλος στην εισήγησή του «Η Κρίση και οι αγώνες των εργαζομένων στους δήμους» (σχολιασμός: Άννα Κουμανταράκη). Συμμετέχοντας στην πανεκπαιδευτική κινητοποίηση της 8ης Φεβρουαρίου, το σεμινάριο διεξάγεται εκτάκτως την Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ.

Η γενικευμένη καταβαράθρωση –η ούτω αποκαλούμενη «απορρύθμιση»– των εργασιακών σχέσεων αποτελεί εγχείρημα που, σε βάθος δεκαετιών, προωθείται με κυνισμό και στρατηγική προσήλωση. Η ιδεολογική του συγκάλυψη εκλαμβάνει πολλές και διάφορες μορφές, όμως ειδικές εκφάνσεις και κορυφώσεις του φανερώνουν τον κεντρικό πυρήνα σκέψης που διέπει το όλο διάβημα. Αποκαλυπτική είναι από την άποψη αυτή η μεταναστευτική εργασία: υπερεκμετάλλευση, ασφυκτική επιτήρηση, βίαιη καταστολή στο φόντο κρατικής αδιαφορίας ή συνέργειας. Η επισταμένη διερεύνηση αυτών των χαρακτηριστικών είναι αυταπόδεικτα κομβική για την κατανόηση όχι μόνο του ρόλου που επιφυλάσσεται για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες αλλά και για την αποκρυπτογράφηση του σύγχρονου εργασιακού τοπίου στο σύνολό του. Εξίσου κρίσιμος είναι όμως και ο τομέας των αντιστάσεων που αναπτύσσονται. Πώς εξελίσσεται η συνείδηση των άμεσα πληττόμενων πληθυσμών, με ποιους τρόπους διεκδικούν τα δικαιώματά τους, και ποιες οι σχέσεις τους με το εργατικό κίνημα και αλληλέγγυες κινηματικές πρωτοβουλίες και ομάδες; Παρουσιάζοντας ευρήματα από έρευνα που διεξήγαγε για τις κινητοποιήσεις των μεταναστών/ριών εργατών/ριών γης στη Μανωλάδα το 2013, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Κώστας Γούσης στην εισήγησή του «Μεταναστευτικοί αγώνες στην Ελλάδα της κρίσης: η περίπτωση των εργατών γης στη Μανωλάδα» (σχολιασμός: Απόστολος Καψάλης). Εκτάκτως, λόγω της απεργίας που έχει προκηρύξει το Σωματείο των Εργαζομένων στην Έρευνα και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση για την Πέμπτη 1/2, το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που αναρτηθεί εδώ.

Ο «ερμηνευμένος» χαρακτήρας της πραγματικότητας, το γεγονός ότι η –όποια– αντικειμενική της υπόσταση αποκτά υλικότητα ανάλογα με το πρίσμα μέσα από το οποίο κάθε φορά προσεγγίζεται, αποτελεί στις μέρες μας θεμελιώδη διαπίστωση-σημείο αναφοράς για τις προωθημένες ανθρωπιστικές σπουδές. Οι προεκτάσεις είναι πολλαπλές, όμως η πρακτική τους ενσωμάτωση στο ερευνητικό έργο και την αντίστοιχη θεωρητική παραγωγή καθυστερεί, ειδικά στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. Ανάμεσα στις τελευταίες, η Συγκρουσιακή Πολιτική αποτελεί ελπιδοφόρα εξαίρεση. Εισφέροντας έννοιες όπως η «απόδοση» ευκαιριών για την ανάληψη συλλογικής δράσης (όπως και απειλών που εντείνονται λόγω κινηματικής αδράνειας), ο κλάδος τόνισε τη σημασία που έχει η μελέτη (η καταγραφή και η αποτίμηση) των ερμηνευτικών κωδίκων που κατατίθενται στη δημόσια σφαίρα, και επιδίωξε –μέσω της οπτικής των «πλαισιώσεων»– συμπεριληπτικές εννοιολογήσεις. Πρόκειται για διάβημα κατεξοχήν διεπιστημονικό που καλεί σε δημιουργική συνέργεια ερευνητικές περιοχές με συναφείς στοχεύσεις. Σε αυτούς συγκαταλέγονται προνομιακά οι φιλμικές σπουδές. Καθώς στον κινηματογράφο η πραγματικότητα συμπίπτει με την απεικόνισή της, το εγχείρημα της αποτύπωσης ερμηνευτικών μοτίβων και ο προβληματισμός για την επίδραση που ασκούν διαφορετικές σκηνοθετικές επιλογές καθίστανται πρόδηλα κομβικοί. Πώς εικονίζονται οι σχέσεις εξουσίας, πώς εμπεδώνονται τα ιδεολογικά τους θέσφατα, και ποιες «γωνίες λήψης» μπορούν να τα αποκαθηλώσουν; Πώς η κινηματογραφική ματιά αποδίδει το παρελθόν, τι χαρακτηρίζει τις παροντικές προβολές αυτών των αποδόσεων, και τι συμπεράσματα συνάγονται για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τρέχουσες κινηματικές αφηγήσεις; Αξιοποιώντας πρόσφατα θεωρητικά ευρήματα, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Ιάκωβος Παναγόπουλος, στην εισήγησή του «Πρακτική έρευνα στον κινηματογράφο και Συγκρουσιακή Πολιτική: μια διεπιστημονική προσέγγιση στην Ιστορία» (σχολιασμός: Λουκία Κοτρωνάκη). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 25 Ιανουαρίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Καθώς η κοινωνική τάξη δεν είναι «πράγμα» αλλά «σχέση», τόνιζε ο E P Thompson, η κατανόηση των διανοητικών και συμπεριφορικών προδιαθέσεων που συνεπάγεται (και άπτονται της «ταξικής συνείδησης») δεν μπορεί ποτέ να συναχθεί μηχανιστικά από δομικούς επικαθορισμούς. Πρόκειται για διαπίστωση που, χωρίς να υποτιμά την αυτονόητη επίδραση που το υλικό περιβάλλον ασκεί στις κινηματικές-πολιτικές διαθεσιμότητες, στρέφει εντούτοις την προσοχή στους μηχανισμούς που διαμορφώνουν αντιληπτικές και συναισθηματικές κατηγορίες. Κρίσιμο ρόλο διαδραματίζουν εδώ τα πολιτικά μηνύματα-φίλτρα που διαμεσολαβούν την πραγματικότητα, όμως εξίσου σημαντικοί είναι και παράγοντες που αφορούν στη δυνατότητα των υποκειμένων-δρώντων να επεξεργάζονται εμπειρίες και βιώματα, πρωτίστως τα τραυματικά. Τι τοπίο διαμορφώνει ο ακραίος καπιταλισμός και πώς –συχνά ασυνείδητες– επιθυμίες και διλήμματα μεταβάλλουν προσωπικές και συλλογικές στάσεις; Ποιες οι γνωστικές προϋποθέσεις και ποιες οι προεκτάσεις μιας ισόρροπης θέασης των αιτιωδών επιρροών, και πώς η ταξική ανάλυση μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της αναλυτικής μονομέρειας; Αποσκοπώντας σε μια σύνθεση της σχετικής συζήτησης –με μέριμνες τόσο δομικές όσο και υποκειμενικές– με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Γιώργος Μπιθυμήτρης στην εισήγησή του «Κοινωνική τάξη και τραύμα στον ακραίο καπιταλισμό: προς μία ψυχοκοινωνική θεώρηση» (σχολιασμός: Αιμιλία Βήλου). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Το κραυγαλέο μεταρρυθμιστικό έλλειμμα του νοτιοευρωπαϊκού φιλελευθερισμού εξακολουθεί να παραμένει ένας «γνωστός άγνωστος». Πλείστα όσα τεκμήρια το καταδεικνύουν, όμως η καταγραφή τους σπάνια υπερβαίνει τα όρια της εκλεκτικής περιπτωσιολογίας. Το ζήτημα είναι κομβικό, κατά το ότι από τις συναφείς σιωπές αναδύονται –και κατισχύουν– στρεβλές αναπαραστάσεις τόσο του χαρακτήρα των «δημοκρατικών επαναστάσεων» όσο και της υφής των –κατά βάση συντηρητικών– αντιστάσεων που εμφανίστηκαν. Καλειδοσκόπιο για την ερμηνεία (κακείθεν, τη θεωρητική αξιοποίηση) των κρίσιμων διαδικασιών αποτελούν οι «εθνικοί διχασμοί»: περιστάσεις κατά τις οποίες συγκρούστηκαν εναλλακτικά πολιτικά εγχειρήματα με διαφορετικές κοινωνικές βάσεις και διαφορετικό νομιμοποιητικό λόγο. Πώς και γιατί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε τόσο σφοδρές αντιπαραθέσεις, και ποια ήταν τα οράματα που εκατέρωθεν προβλήθηκαν; Τι στάση κράτησαν λαϊκά και αγροτικά στρώματα και πώς επηρεάστηκε η αυτόνομη παρουσία τους στην κεντρική πολιτική κονίστρα; Αξιοποιώντας ερευνητικά ευρήματα από τη διερεύνηση της πορτογαλικής εμπειρίας σε συγκριτική προοπτική, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Arturo Zoffmann Rodriguez στην εισήγησή του «Ο άλλος εθνικός διχασμός: φιλελευθερισμός, συντηρητισμός και πολιτική πόλωση στην Πορτογαλία, 1914-1919» (σχολιασμός: Βαγγέλης Καρατζής). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης

Κεντρικό στοιχείο της συμπεριληπτικής θέασης του πολιτικού φαινομένου που επαγγέλλεται η Συγκρουσιακή Πολιτική αποτελεί η ενδελεχής αποτίμηση του θεσμικού περιβάλλοντος στο οποίο μείζονα ρόλο διαδραματίζει το Κράτος. Αν και η ούτω αποκαλούμενη «δομή πολιτικών ευκαιριών» για την ανάληψη συλλογικών δράσεων (που οι –πρώτιστα κρατικές– δράσεις διαμορφώνουν) δεν αρκεί ποτέ για μια επαρκή ερμηνεία του διεκδικητικού σύμπαντος, είναι εντούτοις πρόδηλο ότι προϋποτίθεται. Όμως στον τομέα αυτό –την θεωρητικά εμπεριστατωμένη διερεύνηση των παραμέτρων της κρατικής παρέμβασης– ο προβληματισμός τείνει τα τελευταία χρόνια να διολισθαίνει σε επίπεδα επιεικώς πρωτόλεια. Το Κράτος θεωρείται εξ ορισμού ουδέτερος και άδολος διαμεσολαβητής-διαιτητής στις αντιπαραθέσεις πρακτικά ισοδύναμων κοινωνικών δρώντων, μια οπτική που οι πλέον σοβαροί πλουραλιστές θεωρητικοί του Κράτους έχουν από πολλού αποκηρύξει. Πρόκειται για γνωστική συγκυρία που καλεί επισταμένα για επανάκαμψη της θεματικής «θεωρία του Κράτους». Στο πλαίσιο αυτό, η διαδρομή της σκέψης του Νίκου Πουλαντζά αποκτά νέα επικαιρότητα. Πώς τίθεται ο συναφής προβληματισμός στις μέρες μας και ποιες διαστάσεις του είναι δόκιμο να επανέλθουν στις τρέχουσες αναγνώσεις της πολιτικο-θεσμικής πραγματικότητας; Τι συμπεράσματα απορρέουν για τις δράσεις των κοινωνικών κινημάτων και ποια ειδικά θέματα στρατηγικής και τακτικής αναδεικνύουν; Πώς –τέλος– επιδρούν οι επεξεργασίες αυτές στο οραματικό πεδίο, τον μείζονα στόχο της υπέρβασης της εκμεταλλευτικής σχέσης που συνείχε το έργο του Πουλαντζά; Αξιοποιώντας τους καρπούς μακρόχρονης διερεύνησης των προβλημάτων αυτών (κάποια εκ των οποίων εμφανίζονται και στο υπό έκδοση πόνημά του από τις Εκδόσεις Κουκκίδα), με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Τάσος Σκλάβος στην εισήγησή του «Ο ύστερος Πουλαντζάς και ο δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό» (σχολιασμός: Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος). Το σεμινάριο, πρώτο στον φετινό κύκλο του διαρκούς σεμιναρίου του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (που φέτος διανύει τον 16ο χρόνο αδιάλειπτης λειτουργίας), διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ,όπου και περίληψη της εισήγησης.

Με δεδομένη την οργανική σχέση κοινωνικών κινημάτων και φίλιων πολιτικών κομμάτων (τα συναφή κόμματα πολιτικοποιούν/«εκφράζουν» κοινωνικές διαιρετικές τομές που, σε πρώτο χρόνο, εκδηλώνονται ως συλλογικές διεκδικήσεις), η διερεύνηση του ακριβούς περιεχομένου της αλληλεπίδρασης αποκτά πρόδηλο ενδιαφέρον. Όμως για λόγους τόσο θεωρητικούς όσο και πρακτικούς-πολιτικούς, η σχετική συζήτηση κινδυνεύει να αυτοπαγιδευτεί σε μια αυτοαναφορική κοινοτοπία: ναι, τα κινήματα επηρεάζουν τα κόμματα και τα κόμματα επηρεάζουν τα κινήματα –το θέμα είναι πώς, με ποιους τρόπους. Εκτός από αυταπόδεικτα αναγκαίος, ο –εισέτι ισχνός– προβληματισμός πάνω σε αυτό το ερώτημα υπόσχεται επίσης να φωτίσει πλειάδα επιμέρους –εισέτι αδιερεύνητων– ερευνητικών ερωτημάτων: σε τι ακριβώς συνίσταται ο ρόλος των κομμάτων που επικαλούνται μια φίλια κινηματική υπόσταση; Προτείνουν δράσεις στα κινήματα, διαμορφώνουν περιβάλλοντα συστηματικής διαβούλευσης, συγκροτούν μηχανισμούς τροφοδότησης και επιρροής; Ισχύει βέβαια και το αντίστροφο, το ζήτημα του πώς τα κινήματα παρεμβαίνουν στα κόμματα. Προτείνουν στα κόμματα τρόπους στήριξης των δράσεων που αναλαμβάνουν, οικοδομούν δομές ικανές να αποτιμήσουν τις διαφορετικές προτάσεις που κατατίθενται, ελέγχουν την υλοποίησή τους; Πρόκειται για θεωρητικό-ερευνητικό καλειδοσκόπιο το οποίο προϋποτίθεται προκειμένου να διερευνηθεί με επάρκεια η δυστοπία της κομματικής «γραφειοκρατικοποίησης» που με τη σειρά της εκθρέφει την από πολλού σοβούσα κρίση αντιπροσώπευσης. Εστιάζοντας την προσοχή τους στον κομματικό πόλο, και αξιοποιώντας ευρήματα από την υπό εξέλιξη έρευνα «Δημοκρατική συρρίκνωση, κομματική πολιτική και κοινωνική διαμαρτυρία στα χρόνια της ‘Μεγάλης Ύφεσης’. Η περίπτωση της Ελλάδας, 2008-2018» που χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ, με τις θεματικές αυτές ασχολούνται οι Κωνσταντίνος Τσίκας και Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος στην εισήγησή τους «Το κόμμα ως σύστημα: τάσεις, γραφειοκρατικοποίηση, μετασχηματισμός. Η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ [EPOCA]» (σχολιασμός: Λουκία Κοτρωνάκη). Το σεμινάριο, τελευταίο στο φετινό κύκλο του Εργαστηρίου, διεξάγεται εξ αποστάσεως –εκτάκτως λόγω της απεργίας της Πέμπτης– την Τετάρτη 15 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 17.00)  σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης. 

Σε συνθήκες –για άλλη μια φορά– πυκνού πολιτικού χρόνου, το ζήτημα των αναπαραστάσεων της πραγματικότητας, των τρόπων με τους οποίους οι ενεργοί δρώντες (συμπεριλαμβανομένων, κατεξοχήν, των διεκδικητικών) αντιλαμβάνονται τις εξελίξεις, έρχεται και πάλι επιτακτικά στο προσκήνιο. Ποια γεγονότα εκλαμβάνονται ως κομβικά, μέσα από ποιους μηχανισμούς αναδεικνύονται, και τι ρόλο διαδραματίζουν τα συντακτικά ερμηνείας που εισφέρουν κινηματικές οργανώσεις και σύμμαχα πολιτικά κόμματα; Πρόκειται για κεντρικά ερωτήματα που θέτει η Συγκρουσιακή Πολιτική, όμως η διερεύνησή τους –οι προκλήσεις του εγχειρήματος και οι απαντήσεις που επιχειρούνται– μπορεί να αντλήσει πολύτιμο προβληματισμό από την κινηματογραφική θεωρία: «Όταν μάθουμε να βλέπουμε καλά, μπορούμε και να ενεργούμε καλύτερα» έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης (παρατίθεται στο Παναγόπουλος, Ι. Ο τρίτος δρόμος στον κινηματογράφο: το μοντέλο του «ακαδημαϊκού κινηματογραφιστή», Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση 2022, σ. 74). Στο πλαίσιο αυτό, η ιδιότητα του/της δημιουργού (του μελετητή ή του φορέα παρέμβασης) που με το έργο (την έρευνά του/της ή τον πολιτικό λόγο που εκπέμπει) όχι μόνον απηχεί, αλλά και αποπειράται να διαμορφώσει την πραγματικότητα μέσα από κατάθεση του δικού του/της ιδιαίτερου «βλέμματος», αποκτά πολύπλευρο ενδιαφέρον. Αξιοποιώντας ευρήματα από το ως άνω βιβλίο, καθώς επίσης και τη διαδρομή που ακολουθείται στο ερευνητικό πρόγραμμα «Δημοκρατική συρρίκνωση, κομματική πολιτική και κοινωνική διαμαρτυρία στα χρόνια της ‘Μεγάλης Ύφεσης’. Η περίπτωση της Ελλάδας, 2008-2018» [EPOCA] που χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Ιάκωβος Παναγόπουλος στην εισήγησή του «Πρακτική έρευνα στον κινηματογράφο και Συγκρουσιακή Πολιτική: η μελέτη περίπτωσης της πρότασης EPOCA [EPOCA]» (σχολιασμός: Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 9 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη τη εισήγησης.

Κομβική ερευνητική παρακαταθήκη της σχεσιακής οντολογίας των κοινωνικών κινημάτων που εισηγήθηκε, και θεμελίωσε θεωρητικά ο κλάδος της Συγκρουσιακής Πολιτικής (του γεγονότος, δηλαδή, ότι τα κοινωνικά κινήματα δεν αποτελούν μηχανιστικές αντανακλάσεις του πολιτικού τους περιβάλλοντος, αλλά είναι απόρροια των σχέσεων στις οποίες ενέχονται) αποτελεί η ανάδειξη του ρόλου της πολιτικής. Ο βίος των κινημάτων δεν προσομοιάζει –και δεν πρέπει να προσεγγίζεται– ουσιοκρατικά, ως εάν η άνοδος ή η ύφεσή τους να ήταν προδιαγεγραμμένες και αναπόφευκτες, ερήμην των πολιτικών με τις οποίες συνδιαλέγονται: όπως ευμενείς διαμεσολαβήσεις της πραγματικότητας μπορούν να διευρύνουν και να κλιμακώσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις, έτσι και οι ελλειμματικές πολιτικές μπορούν να σπείρουν απογοήτευση, αποστράτευση και κατακερματισμό. Αποτιμώντας την απολύτως αποκαλυπτική εμπειρία του ελληνικού συγκρουσιακού κύκλου ενάντια στη λιτότητα στη βάση της επισταμένης διερεύνησης «κρίσιμων γεγονότων διαμαρτυρίας», με το ζήτημα αυτό ασχολείται ο Κώστας Κανελλόπουλος στην εισήγησή του «Η κριτική ανάλυση γεγονότων διαμαρτυρίας και η μελέτη της πολιτικής διαμεσολάβησης στην έρευνα των κοινωνικών κινημάτων [EPOCA]» (σχολιασμός: Φιλίππα Χατζησταύρου). Το σεμινάριο, που αξιοποιεί υλικό από την υπό εξέλιξη έρευνα «Δημοκρατική συρρίκνωση, κομματική πολιτική και κοινωνική διαμαρτυρία στα χρόνια της ‘Μεγάλης Ύφεσης’. Η περίπτωση της Ελλάδας, 2008-2018», διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Παρότι το κινηματικό φαινόμενο είναι εξαιρετικά σύνθετο (με τρόπους που καταδεικνύουν την ανάγκη για συνδυαστική θέαση θεσμικής και διεκδικητικής πολιτικής), η διαπίστωση ότι τα κοινωνικά κινήματα είναι, σε τελική ανάλυση, οι δράσεις τους δεν είναι διόλου άτοπη. Έχοντας διατυπωθεί αποφθεγματικά από την Frances Fox Piven του Poor Peoples Movements, η άποψη ότι ως κινήματα νοούνται παρατεταμένες διεκδικητικές εκστρατείες βρίσκεται στον πυρήνα της εννοιολόγησης των Tilly και Tarrow, και συνέχει τις περισσότερες ερευνητικές απόπειρες καθώς και τις θεωρητικές επεξεργασίες που συγκροτούν το πεδίο. Συναφές είναι και το ειδικό ενδιαφέρον για τα κινηματικά ρεπερτόρια –το επαναλαμβανόμενο, προβλέψιμο και σχετικά περιορισμένο φάσμα δράσεων που χρησιμοποιούν τα συλλογικά υποκείμενα στο πλαίσιο της διεκδικητικής κίνησης. Ποιοι παράγοντες καθορίζουν τις μορφές που κάθε φορά επιλέγονται, πότε αυτές μεταβάλλονται-ανανεώνονται, και τι είδους επίδραση ασκούν η κρατική πολιτική και η στάση φορέων με κινηματική απεύθυνση όπως οι τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα κόμματα της Αριστεράς; Αξιοποιώντας νέο εμπειρικό υλικό από την υπό εξέλιξη έρευνα «Δημοκρατική συρρίκνωση, κομματική πολιτική και κοινωνική διαμαρτυρία στα χρόνια της ‘Μεγάλης Ύφεσης’. Η περίπτωση της Ελλάδας, 2008-2018», με τα ζητήματα αυτά ασχολούνται η Λουκία Κοτρωνάκη και ο Κώστας Κωστόπουλος στην εισήγησή τους «Με το βλέμμα στη διεκδίκηση και την καρδιά στην αλληλεγγύη: ρεπερτόρια συλλογικής δράσης στον κύκλο διαμαρτυρίας, 2008-2018 [EPOCA]» (σχολιασμός: Κώστας Γούσης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Επιστημολογικό σημείο εκκίνησης, αλλά και ιδιαίτερη γνωστική συνεισφορά της Συγκρουσιακής Πολιτικής στον τρόπο με τον οποίο εξετάζονται τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα, αποτελεί η επιδίωξη της εμπεριστατωμένης συμπεριληπτικότητας: της άποψης πως προϋπόθεση για την κατανόηση του όλου αποτελεί η εμβριθής διερεύνηση του κάθε συστατικού του μέρους, που όμως οφείλει πάντοτε να αναλαμβάνεται σε σχέση με –και αναφορικά προς– το όλον αυτό. Απηχώντας μιαν οπτική «ερμηνευτικού κύκλου» [hermeneutischer Zirkel], η θέση αυτή προσέδωσε στον κλάδο θεωρητική εμβρίθεια και συνοχή, του παρείχε όμως και τη δυνατότητα της ενδελεχούς διερεύνησης πλειάδας ειδικών όψεων του κινηματικού φαινομένου. Πρόκειται για αρχή που διέπει κατεξοχήν τη μελέτη των ρεπερτορίων συλλογικής δράσης: των διάφορων μορφών που εκλαμβάνουν, των παραγόντων που εξηγούν το γιατί επιλέγονται, των μηχανισμών μέσω των οποίων ανανεώνονται, καθώς και της αποτελεσματικότητάς τους. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη σημασία αποκτά η –sine ira et studio– εξέταση της φύσης και των χαρακτηριστικών που προσλαμβάνουν οι βίαιες εκφάνσεις. Σε τι οφείλεται η εξακολουθητική τους –κατά περίπτωση αξιοπρόσεκτη– απήχηση; Πώς μεταλαμπαδεύονται, πώς διαχέονται, και πώς αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον της αρχικής τους εμφάνισης; Επιδιώκοντας να καλύψει κενά στις υπάρχουσες προσεγγίσεις, και παρουσιάζοντας ευρήματα από πρόσφατη συγκριτική έρευνα που διεξάγεται στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Σωτήρης Καράμπαμπας στην εισήγησή του «Η διαγενεακή διάχυση της πολιτικής βίας: η αριστερή ένοπλη βία στην Ελλάδα –στο πλαίσιο του Ερευνητικού Προγράμματος DRIVEN» (σχολιασμός: Μαριλένα Σημίτη). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ ασποστάσεως την Πέμπτη 26 Ιανουαρίου (ώρα έναρξης: 17.00) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Κομβικό εύρημα-συνεισφορά της μακροχρόνιας έρευνας του Charles Tilly –κακείθεν του κλάδου της Συγκρουσιακής Πολιτικής– υπήρξε το γεγονός ότι τα κοινωνικά κινήματα (εγχειρήματα ενάντια σε ιστορικά μεταβαλλόμενες μορφές κυριαρχίας) αποτελούν κατεξοχήν έλλογο πολιτικό φαινόμενο. Ανασκευάζοντας τις δοξασίες παλαιότερων θεωρήσεων (όπως η «συλλογική συμπεριφορά» και η «ψυχολογία του όχλου», που προσέγγιζαν τα κινήματα ως παραβατικές παθογένειες), η διαπίστωση αυτή έστρεψε την προσοχή στις πολλαπλές κινηματικές προϋποθέσεις: στους τρόπους με τους οποίους οι αναγκαίοι υλικοί και συμβολικοί πόροι όφειλαν να κινητοποιηθούν προκειμένου οι σκοπούμενες δράσεις να είναι εύρωστες και αποτελεσματικές. Συνδυαστικά με την κατανόηση ότι η οντολογία των κινημάτων δεν αποτελεί απλή-στατική αντανάκλαση δομικών παραγόντων, αλλά είναι δυναμικά σχεσιακή, σημασία δόθηκε επίσης σε παράγοντες ενδεχομενικούς όπως, μεταξύ άλλων, η επινόηση και η ευρηματικότητα. Πρόκειται για θεωρητική ενόραση που –καθώς παραπέμπει σε μοτίβα μεγαλύτερης μεν ρευστότητας, πλην όχι και μικρότερης υλικότητας– προδιαθέτει για την αναλογική εξέταση μηχανισμών που συμβάλλουν στην αισθητική δημιουργία. Στο πλαίσιο αυτό, η αυτόνομη διερεύνηση ειδικών χώρων καλλιτεχνικής παραγωγής με αναλυτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στη μελέτη των κινηματικών δικτύων (και το αντίστροφο), μπορεί να εισφέρει τόσο νέα, καινοφανή ερωτήματα όσο και –ενδεχομένως απροσδόκητες– απαντήσεις. Αξιοποιώντας πολυετές θεωρητικό και ερευνητικό έργο με εστία την κινηματική εμπειρία ως ειδική μορφή δικτυακής οργάνωσης, ο Mario Diani επιχειρεί τη συναφή γεφύρωση στην εισήγησή του Music production as collective process: bridging the sociology of collective action and the sociology of music (σχολιασμός: Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου (ώρα έναρξης: 17.00) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Νέο Κτίριο, 4ος όροφος, Αίθουσα Δ3), καθώς και διαδικτυακά σε αυτόν το σύνδεσμο. Περίληψη της εισήγησης έχει αναρτηθεί εδώ.

Η συζήτηση για τα ουσιώδη χαρακτηριστικά, τις καταβολές και τις διάφορες εκφάνσεις της Ακροδεξιάς δεν αφορά μόνο το θεσμικό πολιτικό σύστημα, αφορά επίσης –και κυρίως– τα διεκδικητικά υποκείμενα και τις κοινωνικές αντιστάσεις. Σε συνθήκες οργανικής κρίσης, όπου η αναζήτηση διεξόδου από τις ζοφερές συστημικές κανονικότητες οξύνεται, η ενδελεχής διερεύνηση του λόγου που εκπέμπεται και των πλαισιώσεων της πραγματικότητας που προτάσσονται αποκτούν πρόδηλη σημασία. Επινοώντας διαρκώς –κατά κανόνα αδύναμα– εξιλαστήρια θύματα, οι ακροδεξιές εκφορές στρέφουν την προσοχή μακριά από τις πραγματικές αιτίες της κρίσης και υπονομεύουν τις προϋποθέσεις της κινηματικής ενεργοποίησης. Η αποκάλυψή της ψευδούς φύσης αυτών των επαγγελιών –του γεγονότος ότι, παρότι διατείνονται ότι ασκούν κριτική, στην πραγματικότητα λειτουργούν ως συστημικές εφεδρείες– είναι βέβαια αναγκαία (τόσο για την μεθοδολογικά ενσυνείδητη Πολιτική Κοινωνιολογία όσο και για τους κινηματικούς δρώντες), όμως περιπλέκεται από το γεγονός ότι, αξιοποιώντας το συντακτικό του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, ο ακροδεξιός λόγος μεταλλάσσεται ενδυόμενος ακραία ατομοκεντρικά –libertarian– μοτίβα. Ποια ακριβώς είναι αυτά, τι ακριβώς συνδέει την φαινομενική τους καινοφάνεια με τις πάγιες-ταυτοτικές ακροδεξιές αναφορές, και τι πολιτικό εγχείρημα εγκυμονούν; Εκκινώντας από ευρήματα της πρώτης τους μελέτης περί της κανονικοποίησης του ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα, με τα ζητήματα αυτά ασχολούνται η Ρόζα Βασιλάκη και ο Γιώργος Σουβλής στην εισήγησή τους «Χαρτογραφώντας την αναδυόμενη ελληνική altright» (σχολιασμός: Κάρολος-Ιωσήφ Καβουλάκος). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 12 Ιανουαρίου (ώρα έναρξης: 17.00) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Νέο Κτίριο, 4ος όροφος, Αίθουσα Δ3), καθώς και διαδικτυακά σε αυτόν το σύνδεσμο . Περίληψη της εισήγησης έχει αναρτηθεί εδώ.

Το ότι η σύγχρονη πολιτική κοινωνιολογία ασχολείται όλο και λιγότερο με τη θεωρία του Κράτους δεν είναι βέβαια τυχαίο. Όμως η ιδεολογικά εμφορούμενη άποψη που εκ των πραγμάτων (και δια της παρατεταμένης σιωπής) τείνει να κατισχύσει –πως πρόκειται για «ουδέτερο» θεσμό υπεράνω της κοινωνίας που με ανιδιοτέλεια πασχίζει για τη βέλτιστη κατανομή πόρων και αγαθών– εκβάλλει σε αναλυτική μονομέρεια που περιορίζει και συρρικνώνει τον προβληματισμό. Στο πλαίσιο αυτό –ιδιαίτερα σε μια περίοδο οργανικής κρίσης– η ανανέωση του ενδιαφέροντος για το ακριβές δομικό περιεχόμενο και τις βασικές λειτουργίες του Κράτους στον καπιταλισμό επιδρά ευεργετικά, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για την ανάληψη ενός προωθητικού ερευνητικού προγράμματος (κατά Lakatos) με πλειάδα θετικών ευρετικών: στρέφει τη προσοχή σε παλαιές, πλην εξακολουθητικά επίκαιρες-κλασικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, προκαλεί κρίσιμα νέα ερευνητικά ερωτήματα, και επαναφέρει το αίτημα της δημοκρατικής διεύρυνσης και εμβάθυνσης που κατεξοχήν συνέχει τις στρατηγικές επιδιώξεις και τις δράσεις των κοινωνικών κινημάτων. Εξετάζοντας τη διαδρομή, τις θεωρητικές καταβολές και τις πρακτικές προεκτάσεις θέσεων που ανέπτυξε ο πρόωρα χαμένος Νίκος Πουλαντζάς (με έμφαση στη διερεύνηση της τομής που παρατηρείται στο έργο του), με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Τάσος Σκλάβος στην εισήγησή του «Η σκέψη του ύστερου Πουλαντζά και ο δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό» (σχολιασμός: Δημήτρης Αρβανίτης). Το σεμινάριο, τελευταίο πριν τη Χριστουγεννιάτικη ανάπαυλα, διεξάγεται την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.00) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Νέο Κτίριο, 4ος όροφος, Αίθουσα Δ3), καθώς και διαδικτυακά σε αυτόν το σύνδεσμο. Περίληψη της εισήγησης έχει αναρτηθεί εδώ.

Η θεωρητικά ράθυμη τάση να καταλογίζεται στην αδιαφοροποίητη κατηγορία «νεολαία» ─στη «νέα γενιά»─ μια εν γένει «αποστροφή προς την πολιτική» αποτελεί καλειδοσκόπιο ιδεολογικού λόγου: εκτός από πραγματολογικά ατεκμηρίωτη και χονδροειδώς ανιστορική, η προσέγγιση αυτή αναπαράγει ανυπόστατες ουσιολογικές κοινοτοπίες (ως εάν τα χαρακτηριστικά αυτής ή εκείνης της συλλογικότητας να ήταν σταθερά και αμετάβλητα), προβαίνει σε έωλες αντιστοιχήσεις και γενικεύσεις επί τη βάσει ισχνών επαγωγών (συχνά τεκμήρια ignoratio elenchi, του παραλογισμού της «άγνοιας ελέγχου»), και προωθεί τη μονομέρεια του ρηχού κοινωνιολογικού αναγωγισμού της πολιτικής ─με την πολιτική πάντοτε να διαμορφώνεται αλλά ποτέ να διαμορφώνει. Στο ίδιο κάδρο εγγράφονται βέβαια και διάφορα άλλα στερεότυπα: δήθεν ζοφερές «εθνικές ιδιαιτερότητες», η ─και πάλι κατά κανόνα ζοφερή─ επίδραση των νέων μέσων επικοινωνίας και δικτύωσης, καθώς και ο εμμονικά παλινδρομικός εξωραϊσμός του παρελθόντος. Η συστηματική έρευνα Gen Z – Voice που πραγματοποίησε η ομάδα του Eteron-Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή εισφέρει πολύτιμα στοιχεία για την αντιμετώπιση αυτών των παθογενειών. Επερωτώντας την ίδια την έννοια της «γενιάς» (που όχι σπάνια εισηγείται τη σύζευξη δραστικά ανόμοιων πληθυσμιακών ομάδων), και αξιοποιώντας την πρόσφατη κινηματική εμπειρία (π.χ., #MeToo, κινητοποιήσεις για την κλιματική αλλαγή, αγώνες e-food και ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία), τα κύρια ευρήματα παρουσιάζει ο Κώστας Γούσης στην εισήγησή του «Αλλάζοντας το αφήγημα για τη Generation Z: μεθοδολογικές παρατηρήσεις και ευρήματα για τη νέα γενιά την περίοδο της πανδημίας» (σχολιασμός: Λουκία Κοτρωνάκη). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.00) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Νέο Κτίριο, 4ος όροφος, Αίθουσα Δ3), καθώς και διαδικτυακά σε αυτόν το σύνδεσμο. Περίληψη της εισήγησης έχει αναρτηθεί εδώ.

Καταστατική αρχή της Συγκρουσιακής Πολιτικής αποτελεί η διαπίστωση πως, για να είναι επαρκής, η μελέτη των κινηματικών συλλογικών δράσεων οφείλει διαρκώς να καταγράφει και αξιολογεί τα μέσα και τους τροπισμούς όσων απεργάζονται εμπέδωση και αναπαραγωγή των υφιστάμενων μορφών κυριαρχίας. Όπως τόνισε ο Charles Tilly (2004), τα κοινωνικά κινήματα εδράζονται στην τομή τριών περιοχών του δημόσιου βίου (που προσδιορίζουν και τα συναφή αντικείμενα μελέτης): ασφαλώς στα δρώντα κινηματικά υποκείμενα και τις διεκδικήσεις τους (περιεχόμενα και τρόποι εκφοράς), αλλά και στους αποδέκτες των διεκδικήσεων (Κράτος και ελίτ). Στο πλαίσιο ενός συστήματος σε οργανική κρίση, πώς διαμορφώνεται στις μέρες μας το αντίστοιχο τοπίο; Πώς ο σύγχρονος καπιταλισμός εξωτερικεύει και επικοινωνεί τις στρατηγικές του επιλογές, και πώς οι κοινωνικές σχέσεις που έτσι διαμορφώνονται επιδρούν στο κρατούν παραγωγικό υπόδειγμα; Στο φόντο της μαζικής επίθεσης στο κοινωνικό κεκτημένο (γενικευμένη αποκαθήλωση του Κράτους Πρόνοιας, λαγνεία των ιδιωτικοποιήσεων, κτλ.) και της ιστορικής παλινδρόμησης σε υποδείγματα φιλανθρωπίας, τι μεταβολές επέρχονται στις συλλογικές αναπαραστάσεις; Ποιες είναι, τέλος, οι συνέπειες των νέων τεχνολογιών και της ─κραταιής πλέον─ «αλγοριθμικής κουλτούρας»; Συνιστά η πραγματικότητα που διαμορφώνουν έναν δυστοπικό μονόδρομο επιβολής (και επιτήρησης) που υπονομεύει κάθε εγχείρημα εκδημοκρατισμού, ή μήπως δημιουργούν νέες, εισέτι αδιερεύνητες ευκαιρίες; Αξιοποιώντας πλούσιο ερευνητικό και θεωρητικό έργο, τα ζητήματα αυτά εξετάζει η Φιλίππα Χατζησταύρου στην εισήγησή της «Κοινωνική πάλη έναντι τίνος; Τα (αντι-)ρεπερτόρια δράσης του κεφαλαίου και η κατασκευή της ΤΙΝΑ» (σχολιασμός: Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.00) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Νέο Κτίριο, 4ος όροφος, Αίθουσα Δ3), καθώς και διαδικτυακά σε αυτόν το σύνδεσμο. Περίληψη της εισήγησης έχει αναρτηθεί εδώ.

Το πρόβλημα της «γραφειοκρατικοποίησης» (διαδικασία που θεσμοποιεί τη μόνωση της ηγεσίας από τις οχλήσεις και τον έλεγχο της βάσης) δεν αφορά μόνο πολιτικά κόμματα αλλά και κινηματικές οργανώσεις. Πρόκειται για διαπίστωση η οποία επαναφέρει επιτακτικά στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα της αντιμετώπισής του, που −οφείλει να− διέπει και την εν γένει μελέτη του οργανωτικού φαινομένου. Αν, σύμφωνα με τη βεμπεριανή ανάλυση, ο γραφειοκρατικός ιδεότυπος αποτελεί μέσο και τεκμήριο ορθολογικής οργάνωσης, πόσο εύλογο είναι να θεωρούμε την παγίδευση στο συναφές «σιδερένιο κλουβί» [stahlharte Gehäuse] αναπόδραστη; Ποια είδη ιστορικών παραδειγμάτων μπορεί κανείς να επικαλεστεί (όπως, λ.χ., έκανε ο Lipset στο κλασικό Union Democracy του 1956) καθ’ οδόν προς την ενατένιση εναλλακτικών διαδρομών; Πρόκειται, τέλος, για πρόβλημα αποκλειστικά διαδικαστικό, ή μήπως οι καταβολές του είναι πολιτικές (συνάρτηση αδιέξοδων στρατηγικών ή/και αδιαφανών επιδιώξεων); Ανασκοπώντας την εμπειρία του κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (με ειδικές αναφορές στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Μαΐου του 2022), και καταθέτοντας προβληματισμό για το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν ενεργοί κινηματικοί δρώντες, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Βασίλης Πετρόπουλος στην εισήγησή του «Ζητήματα οργάνωσης και δημοκρατίας στα κοινωνικά κινήματα: μια κριτική προσέγγιση με βάση το (Παγκόσμιο) Κοινωνικό Φόρουμ/Δίκτυο» (σχολιασμός: Κώστας Κανελλόπουλος). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.00) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Νέο Κτίριο, 4ος όροφος, Αίθουσα Δ3, καθώς και διαδικτυακά σε αυτόν το σύνδεσμο. Περίληψη της εισήγησης έχει αναρτηθεί εδώ.

Δυο κρίσιμες όψεις του πολιτικού φαινομένου, αφ’ εαυτού τους από πολλού γνωστές και τεκμηριωμένες (πλην ελλιπώς αφομοιωμένες), συνίστανται −αφενός− στον κρίσιμο ρόλο που οι κινηματικές συλλογικές δράσεις ιστορικά διαδραμάτισαν (και εξακολουθούν να) διαδραματίζουν στη μακροσκοπική διαδικασία του εκδημοκρατισμού, και −αφετέρου− στο γεγονός ότι τα διεκδικητικά κινήματα αλληλεπιδρούν οργανικά με τα κόμματα που επαγγέλλονται μιαν ικανότητα πολιτικοποίησης των επιδιωκόμενων αιτημάτων. Η δυστοπία της κομματικής καρτελοποίησης που, μεταξύ άλλων, συνεπάγεται και αδυναμία επιτέλεσης της μείζονος εκφραστικής λειτουργίας για την οποία τα κόμματα συγκροτούνται ως δομές (και την οποία οι πολιτικοί επιστήμονες οφείλουν να αναδεικνύουν ως κομβικό πρόβλημα προς επίλυση) επιδρά αρνητικά σε αμφότερα τα πεδία. Δεν είναι μόνο ότι συρρικνώνει και ευτελίζει τη δημοκρατία προκαλώντας οικουμενική πολιτική παλινδρόμηση, αλλά και υπονομεύει τις κινηματικές δυνατότητες αντίστασης. Τα −οιονεί «κινηματικά»− κόμματα που, από πρόθεση ή αδράνεια, διολισθαίνουν στο καρτέλ της συστημικής αναπαραγωγής υπονομεύουν ό,τι ακριβώς διατείνονται πως προωθούν. Με προθέσεις τόσο θεωρητικές όσο και ερευνητικές, τις συναφείς εξελίξεις στον ελληνικό χώρο εξετάζει ο Κωνσταντίνος Λαμπράκης στην εισήγησή του «(Μετα-)δημοκρατία και κόμματα-καρτέλ: η επίδραση των προγραμμάτων λιτότητας στη διακυβέρνηση στην Ελλάδα» (σχολιασμός: Κωνσταντίνος Τσίκας). Το σεμινάριο, πρώτο στον φετινό κύκλο του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής, διεξάγεται την Πέμπτη 10 Νοεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.00) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Νέο Κτίριο, 4ος όροφος, Αίθουσα Δ3, καθώς και διαδικτυακά σε αυτόν το σύνδεσμο.Περίληψη της εισήγησης έχει αναρτηθεί εδώ.

Η συζήτηση για τη σχέση πολιτικών κομμάτων-κοινωνικών κινημάτων στρέφει την προσοχή αφενός στην ανάγκη καταγραφής και αποτίμησης του καθαυτό πολιτικού μηνύματος που εκατέρωθεν εκπέμπεται (ό,τι δόκιμα αποκαλείται «περιεχόμενα πολιτικής»), και αφετέρου στο μείζον ζήτημα της οργάνωσης. Κόμματα που ιστορικά επαγγέλθηκαν (ή και συνεχίζουν να επαγγέλλονται) μια δυνατότητα εκπροσώπησης κινηματικών συλλογικών υποκειμένων, αναλαμβάνουν το καθήκον της «πολιτικής πύκνωσης» των διεκδικήσεων (της άρθρωσης, της αποτελεσματικής πλαισίωσης, και της προβολής τους) καθώς και της οργανωτικής συμπεριληπτικότητας: της εγκαθίδρυσης ενός ανοιχτού εσωτερικού καθεστώτος που να επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση διαφορετικών απόψεων, συνδυαστικά με τη θέσμιση δομών αμφίδρομης επικοινωνίας ανάμεσα σε βάση και ηγεσία. Και μόνο, βέβαια, η αφηρημένη παράθεση αυτών των προϋποθέσεων φαντάζει στις μέρες μας σχήμα οξύμωρο. Οι κομματικοί τύποι που διαδέχτηκαν τον πρώιμο «μαζικό» (αν υποθέσουμε ότι τέτοιος όντως υπήρξε και δεν αποτελεί έναν ακόμη «ιδεατό τύπο») καταστρατήγησαν την εσωτερική δημοκρατία και υπαναχώρησαν από τις καταστατικές προγραμματικές τους επιδιώξεις προς όφελος της αναπαραγωγής γραφειοκρατικών ρόλων. Όμως ήδη από την εποχή του Michels, το ερώτημα του αν οι εξελίξεις αυτές είναι αναπόδραστες εξακολουθεί να απασχολεί τους μελετητές. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη ελληνική εμπειρία του συγκρουσιακού κύκλου ενάντια στη λιτότητα δίνει την ευκαιρία για ευφάνταστη έρευνα διερεύνησης των συγκεκριμένων μηχανισμών γραφειοκρατικοποίησης των κομμάτων που, αν τελεσφορήσει, μπορεί να αποτελέσει σημαίνουσα θεωρητική συμβολή. Διερευνώντας τις εξελίξεις στο εσωτερικό του ΚΚΕ κατά την μετά το 2008 εποχή ‒μια περίοδο που στα κομματικά κείμενα τονιζόταν η ανάγκη ανάπτυξης «πιο ισχυρών δεσμών με την εργατική τάξη»‒, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται η Αιμιλία Βήλου στην εισήγησή της «‘Κόμμα Παντός Καιρού’: μια ακόμη εφαρμογή του ‘Κόμματος Νέου Τύπου’ ή πορεία προς την καρτελοποίηση του ΚΚΕ;» (σχολιασμός: Γεωργία Δούκουρη). Το σεμινάριο, τελευταίο στο φετινό κύκλο του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής, διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 23 Ιουνίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Το όνειδος της «θεωρίας των δυο άκρων» (της σκανδαλώδους άποψης ότι επιτιθέμενος και αμυνόμενος, εμπρηστής και πυροσβέστης, αντίσωμα και μικρόβιο είναι το ίδιο επειδή ενέχονται σε δράσεις με το αυτό αντικείμενο) έχει ιστοριογραφικές καταβολές. Στη στροφή του αιώνα, με κίνητρα καταφανώς ιδεολογικά και ‒κατά περίπτωση‒ εκλεπτυσμένο, επιστημονικοφανές ιδίωμα που εδραζόταν σε επιλεκτικά στοιχεία και μεθοδολογικά ανεπίγνωστες μετρήσεις, εμφανίστηκαν μελέτες που επιδίωξαν να συγκροτήσουν εναλλακτικά ιστορικά αφηγήματα: πρώτα για τη δεκαετία του ’40, και στη συνέχεια ‒στη βάση της ίδιας εννοιολογικής λαθροχειρίας‒ για ολόκληρη τη μετεμφυλιακή πολιτική ιστορία αλλά και, γενικότερα, για το ίδιο το κοινωνικο-κινηματικό φαινόμενο. Από τη ζοφερή αυτή πηγή ξεπήδησαν και άλλες παρεμφερείς ψευδοκατηγορίες (λ.χ., «ριζοσπαστικοποίηση», «ανθεκτικότητα», και βέβαια ο περιούσιος «λαϊκισμός» σε νέα συσκευασία και για κάθε χρήση), που απειλούν ευθέως όχι μόνο τα οικεία τους αντικείμενα αλλά και τις κοινωνικές επιστήμες (και την Ιστορία) στο σύνολό τους. Πρόκειται για εξέλιξη που ‒δεν αποτελεί έκπληξη πως‒ απειλεί και τη Συγκρουσιακή Πολιτική στον πυρήνα της: τι ακριβώς εννοιολογούμε ως «κοινωνικό κίνημα» (με ποια καθοριστικά γνωρίσματα;) και πώς διασφαλίζουμε ότι οι ερευνητές δεν θα επιχειρούν συγκρότηση θεωρίας ταυτόχρονα για όσους επιδιώκουν άρση της κυριαρχίας και για εκείνους που αποσκοπούν στην ‒κατά κανόνα βίαιη‒ εμπέδωση, αναπαραγωγή και επέκτασή της; Υπό το φως της παρατεταμένης αδράνειας του κλάδου (απότοκο τόσο της κατίσχυσης απολογητικών ιδεολογικών μοτίβων όσο και κραυγαλέα λειψής μεθοδολογικής παιδείας), το ζήτημα καθίσταται μείζον και πολύπλευρο, με εκφάνσεις εννοιολογικές, ερευνητικές, αλλά και θεωρητικές. Ανασκοπώντας τον τρέχοντα προβληματισμό, τα ρεύματα που τον κυοφόρησαν κατά την τελευταία περίοδο, και τις κρίσιμες γνωστικές τους προεκτάσεις, ο Βαγγέλης Καρατζής προσεγγίζει το πρόβλημα στην εισήγησή του «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και Τάγματα Ασφαλείας: Κίνημα και Αντι-κίνημα στην Ελλάδα της Κατοχής» (σχολιασμός: Γιώργος Σουβλής). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 16 Ιουνίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η «ερμηνευμένη» υφή της πραγματικότητας ‒το γεγονός ότι αυτή δε «μιλά» ποτέ από μόνη της, αλλά πάντοτε «φιλτράρεται» ‒διαμεσολαβείται‒ από λόγο και σύμβολα που εκπέμπουν κοινωνικοί και πολιτικοί δρώντες‒ αποτελεί κρίσιμη επιστημολογική συμβολή της Συγκρουσιακής Πολιτικής. Πρόκειται για διαπίστωση που, στο πλαίσιο μιας σχεσιακής επιστημολογίας, θα έπρεπε εδώ και καιρό να είχε αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για το ακριβές πολιτικό περιεχόμενο τόσο των εξαγγελιών όσο και των στρατηγικών και τακτικών δράσεων που αναλαμβάνουν πολιτικοί φορείς με αναφορά στις κινηματικές συλλογικότητες τις οποίες και διατείνονται ότι εκπροσωπούν. Το ότι, με εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αυτό δεν έγινε απηχεί βέβαια ευθέως ιδεολογικές προδιαθέσεις, απηχεί όμως και το στρεβλό τρόπο που κοινωνική και πολιτισμική ιστορία ήρθαν στο προσκήνιο ως «διάδοχοι» και αναμορφωτές της παραδοσιακής πολιτικής: όχι για να την συμπληρώσουν (ως όφειλαν), αλλά για να την εκτοπίσουν. Ως αποτέλεσμα, είτε τα περιεχόμενα πολιτικής αγνοούνται παντελώς, είτε ‒όταν λαμβάνονται υπόψη‒ η διερεύνησή τους είναι ρηχή, πρόχειρη και, όχι σπάνια, παραπλανητική. Τονίζοντας την άποψη πως η συμπεριληπτική ερμηνεία του βίου του μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος είναι αδύνατη χωρίς επισταμένη ανάλυση της κομμουνιστικής πολιτικής, ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης επισημαίνει, εννοιολογεί και διατυπώνει υποθέσεις εργασίας για την επίδραση που άσκησαν στο διεκδικητικό κίνημα έξι συνολικά κρίσιμες πολιτικές στάσεις που το ΚΚΕ υιοθέτησε κατά την περίοδο 1918-1936, στην εισήγησή του «Περιεχόμενα πολιτικής και κινηματικές εκβάσεις: το ΚΚΕ στο Μεσοπόλεμο» (σχολιασμός: Κώστας Παλούκης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 9 Ιουνίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Σε μια εποχή συστημικής κρίσης και εντεινόμενων κοινωνικών αντιστάσεων, η μεταθεωρητική αποτίμηση της συμβολής της Συγκρουσιακής Πολιτικής ως κλάδου που μελετά τις συλλογικές δράσεις και τα κοινωνικά κινήματα αποκτά πρόδηλο ενδιαφέρον. Δεν πρόκειται μόνο για την ανάδειξη επιμέρους ερευνητικών ευρημάτων και θεωρητικών προτάσεων, αλλά και για την αφηγηματική διασάφηση της της πορείας που διήνυσε ο σχετικός προβληματισμός. Οι κόμβοι της διαδρομής είναι βέβαια πολλοί, όμως ανάμεσά τους δεσπόζουν, αφενός, η υπογράμμιση του έλλογου χαρακτήρα των κινηματικών δράσεων (τόσο των «εργαλειακών» όσο και των «εκφραστικών-βιωματικών») και, αφετέρου, του γεγονότος ότι δεν πρόκειται για απλώς ανακλαστικές συμπεριφορές που η ερμηνεία τους θα μπορούσε να αναχθεί μηχανιστικά στο κοινωνικοοικονομικό ή/και το πολιτικοθεσμικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη σημασία αποκτά ο ρόλος που επιφυλάσσεται στα «νέα κοινωνικά κινήματα»: μορφώματα που έχοντας σε πρώτο χρόνο διευρύνει τον ορίζοντα της διεκδίκησης πέρα από τις άμεσες στοχεύσεις του παραδοσιακού εργατικού κινήματος, βρίσκονται στις μέρες μας αντιμέτωπα με το αίτημα της συμπεριληπτικής απεύθυνσης. Επιχειρείται ‒και, αν ναι, πώς‒ η σύζευξη πρακτικού και οραματικού; Τι είδους οργανωτικές αποκρυσταλλώσεις κυοφορούνται, και πώς διαμορφώνονται τα συναφή αντιληπτικά ισοζύγια; Αποσκοπώντας σε μια συνθετική ματιά που να υπερβαίνει τις εύκολες αντινομικές αναφορές («παλιό» vs. «νέο»), με τα ζητήματα αυτά ασχολούνται οι Βαρβάρα Ξηρόπητα και Χρήστος Μιάμης στην εισήγησή τους «Υλικά και πολιτισμικά στοιχεία στα νέα κοινωνικά κινήματα: μορφολογία, και θεωρητικές πλαισιώσεις» (σχολιασμός: Κάρολος Καβουλάκος). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 2 Ιουνίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η συστηματική μελέτη του πολιτικού περιβάλλοντος αποτελεί κομβική και μόνιμη μέριμνα της Συγκρουσιακής Πολιτικής. Παρότι οι «ευκαιρίες» ή/και οι «απειλές» που αναφύονται στο εσωτερικό του δεν προδικάζουν τις κινηματικές συμπεριφορές, θέτουν εντούτοις το πλαίσιο εντός του οποίου αναλαμβάνονται (ή δεν αναλαμβάνονται) οι συλλογικές δράσεις. Δεν αποτελεί έτσι έκπληξη ότι η πολιτειακή λειτουργία, τόσο το φαίνεσθαι όσο και ‒κυρίως‒ το είναι της πολιτεύματος, αποτελεί μείζον διακύβευμα: ένα κρίσιμο πεδίο διεκδίκησης και αντιπαράθεσης, με εκβάσεις που διαμορφώνουν όχι μόνο τις πραγματικές συνθήκες διεξαγωγής του πολιτικού αγώνα (κατά Duverger), αλλά και τις νοητικές κατηγορίες μέσα από τις οποίες αυτός γίνεται αντιληπτός. Πρόκειται για διάσταση που υποχρεώνει τις ερευνήτριες και τους ερευνητές να εγκύψουν, αφενός, σε πρόδηλες, δομικού χαρακτήρα μεταβολές αλλά και, αφετέρου, σε όψεις μύχιες και λανθάνουσες. Οι συνέπειες και οι προεκτάσεις των διαβόητων μνημονιακών Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) αποτελούν χαρακτηριστική και εξέχουσα έκφανση του συναφούς φαινομένου. Επιταχύνοντας δραματικά την ‒ούτως ή άλλως‒ σοβούσα αποδυνάμωση της νομοθετικής εξουσίας προς όφελος της εκτελεστικής (την περαιτέρω απίσχναση του κοινοβουλευτικού ελέγχου), έτειναν επίσης να διαχέουν την ολιγαρχικών καταβολών δοξασία περί της δήθεν υπεροχής που έχει η διακυβέρνηση των «ειδικών» (των «τεχνικών της εξουσίας») χωρίς τις οχλήσεις του Δήμου και χωρίς τους δημοκρατικά προσήκοντες μηχανισμούς λογοδοσίας. Αξιοποιώντας πορίσματα από την εν εξελίξει έρευνα που διενεργείται στο πλαίσιο του προγράμματος «Δημοκρατική συρρίκνωση, κομματική πολιτική και κοινωνική διαμαρτυρία στα χρόνια της ‘Μεγάλης Ύφεσης’». Η περίπτωση της Ελλάδας, 2008-2018»  EPOCA [European Politics of Collective Action] η οποία χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ, οι Κώστας Κανελλόπουλος και Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος παρουσιάζουν το φάσμα των μεταβολών που επήλθαν κατά την τελευταία περίοδο, στην εισήγησή τους «Οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου στα χρόνια των Μνημονίων» (σχολιασμός: Κωνσταντίνος Τσίκας). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 26 Μάϊου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η πλημμυρίδα των «λαϊκιστικών σπουδών» που ενέσκηψε τα τελευταία χρόνια δεν είναι αθώα. Έννοια χαρακτηριστικά αόριστη, που στην υποδήλωσή της στοιβάζονται οντότητες και φαινόμενα εξαιρετικά ανόμοια (μια ψευδοκατηγορία-χοάνη), ο «λαϊκισμός» απειλεί όχι μόνο τη Συγκρουσιακή Πολιτική, αλλά και την ίδια την Πολιτική Επιστήμη. Το γεγονός όμως ότι, παρότι τόσο ακατάλληλος για τη διεξαγωγή σοβαρής έρευνας, επιβιώνει προκαλεί ένα ερώτημα: Γιατί; Η απάντηση είναι εξόχως κανονιστική. Διότι σε αμφότερες τις κυρίαρχες εκδοχές του (μια νεοσυντηρητική και μια κατ’ όνομα αριστερόστροφη) αποτελεί άριστο ιμάντας μεταβίβασης ιδεολογικών πεποιθήσεων και θέσεων που, αν και πιστοποιημένα αποτυχημένες και αδιέξοδες, εξακολουθούν ‒ως ιδεολογίες των κυρίαρχων‒ να παρουσιάζονται ως και να ήταν κραταιές: είτε την υπεράσπιση του δόγματος ΤΙΝΑ, είτε την άποψη πως η μόνη δυνατή απάντηση των κοινωνιών στη μεταδημοκρατική δυστοπία είναι οι ατελέσφορες δοξασίες του νέου ρεφορμισμού. Με βασικό όπλο αρχές της κλασικής μεθοδολογίας, το βιβλίο Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά: η πρόκληση της μεθόδου (Αθήνα: Τόπος 2021) επιχειρεί να αντιμετωπίσει την παρατεταμένη γνωστική δυστοκία που επέφερε η «λαϊκιστική» βιομηχανία, αξιοποιεί την εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να αναδείξει τη σημασία των περιεχομένων πολιτικής στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κρίση των κομμάτων, και καταθέτει επιχειρησιακά προσανατολισμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος της γραφειοκρατικοποίησης, καθώς και προβληματισμούς αναφορικά με την πρόκληση της δημοκρατικής επέκτασης και εμβάθυνσης. Για το βιβλίο που παρουσιάζεται την Πέμπτη 19 Μαΐου στο καφέ «Κήπος του Μουσείου»,  Πατησίων 44 (ώρα έναρξης 19.00), μιλούν: Γιάνης Βαρουφάκης (καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γραμματέας του ΜέΡΑ 25, συνιδρυτής του κινήματος DiEM25 και βουλευτής Θεσσαλονίκης) – Θανάσης Καμπαγιάννης, δικηγόρος, μέλος του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την Εναλλακτική, Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή, δικηγόρος πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής) – Σταύρος Τομπάζος (καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου) – Φιλίππα Χατζησταύρου (επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, μέλος του Εργαστηρίου Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Πολιτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών), καθώς και ο συγγραφέας Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης. Συντονίζει η Ντίνα Δασκαλοπούλου (δημοσιογράφος στην Εφημερίδα των Συντακτών). Δείτε εδώ τη σελίδα του βιβλίου στην ιστοσελίδα του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής, και εδώ το σχετικό event Facebook.

Είναι γνωστό πως η διερεύνηση των ρεπερτορίων δράσης αποτελεί κομβική μέριμνα της Συγκρουσιακής Πολιτικής. Έχοντας παραμετροποιήσει τα γιατί; των κινηματικών εγχειρημάτων ως απόρροιες μορφών κυριαρχίας («κοινωνικά κινήματα» είναι ακριβώς αυτό: έλλογα διαβήματα αντιμετώπισης και ανάσχεσης υφιστάμενης κυριαρχίας), η προσοχή του κλάδου εστιάστηκε στα αντίστοιχα πώς; ‒στην τυπολόγηση των μορφών με τις οποίες πραγματοποιείται η διεκδίκηση, συνδυαστικά με την εξέταση σειράς αλληλένδετων ερωτημάτων, όπως: Ποιοι παράγοντες εξηγούν την εκάστοτε επιλογή ρεπερτορίου; Πότε και πώς αυτά αλλάζουν: Τι ισχύει αναφορικά με την αποτελεσματικότητά τους; Χωρίς βέβαια όλες αυτές οι κρίσιμες περιοχές να έχουν ακόμη επαρκώς φωτιστεί, η συστημική κρίση και η ανάδυση του διαδικτύου ως μείζων μορφή επικοινωνίας (και αλληλεπίδρασης) διαμόρφωσαν όρους όχι μόνο για τη διατύπωση νέων ερωτημάτων, αλλά και για την υιοθέτηση νέων ερευνητικών εργαλείων. Αντανάκλαση αυτών των αναζητήσεων αποτελεί η ανάλυση δράσης-οργάνωσης [Action-Organization Analysis], μια προσέγγιση που, αξιοποιώντας δεδομένα από ιστοσελίδες-κόμβους [hubs], επαγγέλλεται προωθημένες δυνατότητες εντοπισμού και διαύγασης κινηματικών τροπισμών (λ.χ. τις μορφές αλληλεπίδρασης των δρώντων), των προϋποθέσεών τους (την ιδιαίτερη χρήση υλικών και οργανωτικών πόρων), καθώς και των συνεπειών τους. Παρουσιάζοντας υλικό από πρόσφατες έρευνες σημαντικού αριθμού χωρών και περιπτώσεων, η Μαρία Κούση εξηγεί το σκεπτικό της προσέγγισης και της οικείας της τεχνικής, αναδεικνύει τα προτερήματα αλλά και καταθέτει προβληματισμό για τα πιθανά τους όρια, στην εισήγησή της «Action Organization Analysis: πρόσφατα ευρήματα από έρευνα στο πλαίσιο των προγραμμάτων LIVEWHAT, TransSOL & EURYKΑ» (σχολιασμός: Λουκία Κοτρωνάκη). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως, την Πέμπτη 12 Μαΐου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Παρότι η Συγκρουσιακή Πολιτική έχει από πολλού αποδεχτεί ‒και περαιτέρω προωθήσει‒ την επιστημολογική ενόραση περί του «ερμηνευμένου» χαρακτήρα της πραγματικότητας (του γεγονότος ότι, προκειμένου να καταστούν παράγοντες επεξηγηματικοί της πολιτικής συμπεριφοράς, οι δομικές-αντικειμενικές συνθήκες πάντα διαμεσολαβούνται από ιδέες και οντολογικές αφηγήσεις [ontological narratives]), η ερευνητική πρόοδος που έχει συντελεστεί είναι καταφανώς κατώτερη του αναμενομένου. Έννοιες όπως η ‒υποκειμενική‒ «απόδοση ευκαιριών και απειλών» ή η αναγνώριση του ρόλου που διαδραματίζουν οι «κινηματικές προσδοκίες», αναζωογόνησαν βέβαια τον εν γένει προβληματισμό, όμως ο περιορισμένος αριθμός εμπειρικών ευρημάτων έτεινε, συν τω χρόνω, να επαναφέρει το μηχανιστικό λογισμικό του δομιστικού αναγωγισμού. Ως αποτέλεσμα, οι μηχανισμοί που διαμορφώνουν τα συντακτικά ανάγνωσης του κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος εξακολουθούν να παραμένουν ένα ακόμη «μαύρο κουτί» της πολιτικής κοινωνιολογίας ‒ένας τομέας που, παρότι αναγνωρίζεται ως κρίσιμος, δεν αποτυπώνεται εννοιολογικά, κακείθεν θεωρητικά. Η «βιωματική αφηγηματική προσέγγιση» επαγγέλλεται μια κατά μέτωπον αντιμετώπιση της προβληματικής αυτής κατάστασης. Επί τη βάσει πρωτογενούς υλικού που αντλείται στο πλαίσιο ειδικά δομημένων συνεντεύξεων ή/και δημοσιευμένων κειμένων, διερευνώνται οι τρόποι με τους οποίους η σύζευξη βιογραφικών διαδρομών και υφιστάμενων πολιτικών μηνυμάτων επιδρούν (ή και καθορίζουν) ερμηνείες και πρακτικές. Παρουσιάζοντας συγκεκριμένα παραδείγματα με αναφορά τις συλλογικές δράσεις και τα κοινωνικά κινήματα, οι Γιώργος Τσιώλης, Νίκος Σερντεδάκις και Τζίνα Ποντικάκη παρουσιάζουν το θεωρητικό υπόβαθρο, τις ερευνητικές προϋποθέσεις και τις προκλήσεις της προσέγγισης αυτής στην εισήγησή τους «Η συμβολή της βιογραφικής έρευνας στη μελέτη της διαδρομής των κινηματικά δρώντων» (σχολιασμός: Γεράσιμος Προδρομίτης). Το σεμινάριο (που θα έχει τη μορφή εργαστηρίου) διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 5 Μαΐου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Ενώ η επίδραση που η συμπεριφορά των κομμάτων ασκεί στον βίο των κοινωνικών κινημάτων είναι πρόδηλα καταλυτική, η Συγκρουσιακή Πολιτική δεν έχει ακόμα επιτύχει μια συστηματική καταγραφή, οργάνωση, ή ‒πολλώ μάλλον‒ αποτίμηση των διαφόρων ειδών επιρροής. Είναι φανερό πως πρόκειται για κρίσιμη θετική ευρετική ‒ένα ευρύ φάσμα ερευνητικών ερωτημάτων που η διερεύνησή του υπόσχεται να εισφέρει τα μέγιστα στην ενίσχυση του βασικού θεωρητικού πυρήνα του κλάδου, ενδεχομένως ανασκευάζοντας τόσο τους τρόπους με τους οποίους γίνονται αντιληπτές αιτιώδεις διαδικασίες και μηχανισμοί όσο και η γνωστική αρχιτεκτονική των γενικεύσεων που διατυπώνονται. Η έρευνα αφορά δυνάμει όλα τα κόμματα, περισσότερο όμως εκείνα που επικαλούνται μια δυνατότητα πολιτικής γενίκευσης («έκφρασης») των κινηματικών διεκδικήσεων και οραμάτων. Αν είναι έτσι, η έρευνα οφείλει να εστιαστεί πρωτίστως σε αυτά, περνώντας από το επίπεδο της μελέτης του κομματικού συστήματος (δια-κομματικό) στο εσωτερικό, (ενδο-)κομματικό σύμπαν (τον διακηρυγμένο στόχο του β’ τόμου του Parties and Party Systems που όμως ο Sartori ποτέ δεν ολοκλήρωσε). Υπό ποια έννοια είναι τα κόμματα «συστήματα», και τι είδη εννοιολογήσεων μπορούν να αποδώσουν τη δομή και τη μηχανική των ενδοκομματικών ανταγωνισμών; Πώς αυτή η αέναη αλληλεπίδραση ανάμεσα σε εσωτερικά ρεύματα και τάσεις εγγράφεται στην τελική κομματική στάση, και ποιοι παράγοντες καθορίζουν την έκβαση των συναφών αντιπαραθέσεων; Πώς, τέλος, επικοινωνούν τα δυο επίπεδα (ενδο- και δια-κομματικό), και πώς η μορφή τους επηρεάζεται από το πολιτικό και κοινωνικο-κινηματικό περιβάλλον; Αξιοποιώντας ευρήματα για την περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ από την υπό εξέλιξη έρευνα «Δημοκρατική συρρίκνωση, κομματική πολιτική και κοινωνική διαμαρτυρία στα χρόνια της «Μεγάλης Ύφεσης». Η περίπτωση της Ελλάδας, 2008-2018» που χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ (https://lcp.panteion.gr/epoca/), με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Κωνσταντίνος Τσίκας στην εισήγησή του «Το κόμμα ως σύστημα: τάσεις, εκφραστική λειτουργία, πολιτική μηχανική [Ερευνητικό πρόγραμμα EPOCA]» (σχολιασμός: Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 14 Απριλίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Εκκινώντας από τη διαπίστωση της χτυπητής αναντιστοιχίας ανάμεσα στις επαγγελίες των αστικών επαναστάσεων περί ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης και μιας πραγματικότητας ανέχειας, δυστυχίας και ανισότητας (και στις μέρες μας οι ανισότητες είναι ιστορικά πρωτοφανείς), ο Μαρξ έστρεψε την προσοχή του στην ανάλυση της οργάνωσης της παραγωγής στον καπιταλισμό. Βασικό εύρημα ήταν ότι, παρότι δεν υπήρχαν πλέον δούλοι ή δουλοπάροικοι, ο μηχανισμός της «εκμετάλλευσης» (η ιδιοποίηση απλήρωτης υπερεργασίας) παρέμενε: οι εργαζόμενοι παρήγαγαν ένα πλεόνασμα πέραν του μισθού τους χωρίς να έχουν λόγο ούτε στη διαχείρισή του ούτε βέβαια στους τρόπους και τους τόπους της παραγωγής. Ο οραματικός λόγος περί μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση εδράζεται ‒ακριβώς‒ στο αίτημα για άρση αυτής της συνθήκης: ένα εγχείρημα δημοκρατικής εμβάθυνσης και επέκτασης στη σφαίρα της παραγωγής, τον τομέα όπου οι άνθρωποι περνούν το μεγαλύτερο μέρος του ενήλικου βίου τους. Είναι φανερό πως αυτή η οραματική επιδίωξη ‒η ενεργός συμμετοχή των πολιτών στο σχεδιασμό και την οργάνωση της εργασίας τους καθώς και στη διαχείριση των καρπών της (η υπέρβαση της αλλοτριωμένης Vergegenständlichung)‒ οδηγεί και σε μια νέα, εύρωστη πολιτειότητα: ανθρώπους με κριτική και ανεξάρτητη σκέψη που θα είναι σε θέση να κατευθύνουν την πορεία της κοινωνίας. Σπάνια όμως συνειδητοποιούμε πως ισχύει και το αντίστροφο: η συστημική αλλαγή δεν εκβάλλει μόνο σε έναν νέο πολιτισμό, σε μεγάλο βαθμό τον προϋποθέτει κιόλας. Η παρατήρηση που, μεταξύ άλλων, έχει και τεράστιες συνέπειες για τις οργανωτικές δομές των μετασχηματιστικών κινηματικών διαβημάτων (δεν είναι δυνατόν άβουλα μέλη να χτίσουν μια κοινωνία ελευθερίας), παραπέμπει στο είδος εκείνο του προβληματισμού που παρουσιάζει ο Αλέξανδρος Χρύσης στην εισήγησή του «Ο Μαρξ και το πολιτικό: σχεδίασμα θέσεων για τον κομμουνισμό ως πολιτ(ιστ)ικό κίνημα» (σχολιασμός: Νίκος Τριμικλινιώτης). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 7 Απριλίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Το ζήτημα τη βίας στις κινηματικές δράσεις (συμπεριλαμβανομένου του βίαιου διεκδικητικού ρεπερτορίου, της αμυντικής βίας απέναντι στην κρατική καταστολή, αλλά και ως μέσο επίλυσης ενδο-κινηματικών ανταγωνισμών) αποτελεί αντικείμενο μακρόχρονου θεωρητικού προβληματισμού και εμπειρικής έρευνας. Βασική προϋπόθεση για την υπέρβαση των απλοϊκών ‒κατά κανόνα ιδεολογικά εμφορούμενων‒ αφορισμών αποτελεί η σχεσιακή οπτική: η κατανόηση ότι για να ερμηνευθεί επαρκώς το φαινόμενο απαιτείται η διερεύνηση όχι μόνο όσων μετέρχονται βίαιων πρακτικών, αλλά και πλειάδας άλλων δρώντων που ‒άμεσα ή έμμεσα‒ επενεργούν στη διαμόρφωση των συναφών λογισμικών σκέψης και δράσης. Όπως εμφαντικά τόνισε ο Charles Tilly, τα ρεπερτόρια δεν είναι οντολογικές καταστάσεις, είναι διάλογος. Υφίσταται επιπλέον το πρόβλημα της αποκωδίκευσης της περιρρέουσας κοινωνικής και πολιτισμικής ύλης (του εν γένει αξιακού συντακτικού μέσα από το οποίο οι δρώντες αντιλαμβάνονται και ανασυγκροτούν την πραγματικότητα) καθώς, βέβαια, και της αποτίμησης των συνεπειών. Πότε ‒και με ποιους τρόπους‒ μπορούμε να πούμε ότι η βία προκαλείται ως συνάρτηση κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών συνθηκών, πότε αποτελεί ενσυνείδητη ‒στρατηγική ή τακτική‒ επιλογή, και πώς επιδρά στα κινηματικά ισοζύγια; Αξιοποιώντας τα πορίσματα πολυετούς έρευνας για το μεσοπολεμικό εργατικό κίνημα στην Ελλάδα μέσα από το πρίσμα των δράσεων του Αρχειομαρξισμού, ο Κώστας Παλούκης εστιάζει την προσοχή του στις συνθήκες που ανέκυψαν κατά την περίοδο μετάβασης από τις συντεχνιακές στις σύγχρονες παραγωγικές δομές στην εισήγησή του «Το βίαιο ρεπερτόριο στο εργατικό κίνημα: το παράδειγμα των υποδηματεργατών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου» (σχολιασμός: Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 31 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Χωρίς, ενδεχομένως, να έχει ακόμα και η ίδια συνειδητοποιήσει το μέγεθος του επιτεύγματος, η Συγκρουσιακή Πολιτική έχει -εμπράγματα και εντυπωσιακά- προωθήσει την κλασική συζήτηση περί της σχέσης δομής-δράσης: σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχεσιακής της επιστημολογίας, η πραγματικότητα (οι «δομές» ή η «δομή πολιτικών ευκαιριών») δε μιλά ποτέ από μόνη της· πάντα ερμηνεύεται ‒συνεπώς και πάντα διαμεσολαβείται‒ από τις αντιληπτικές κατηγορίες των υποκειμένων-φορέων δράσης που, με τη σειρά τους, διαμορφώνονται από πολιτικά μηνύματα και αναλυτικό λόγο. Όσο όμως ευπρόσδεκτη και αν είναι η ενεργός επανένταξη των δρώντων στην καταγραφή και αποτίμηση της δομικής επενέργειας, σειρά ερωτημάτων αναφορικά με το ποιοι ακριβώς παράγοντες ‒και πώς‒ επηρεάζουν την ίδια τη συγκρότηση των υποκειμένων (της κουλτούρας και των συμπεριφορικών τους προδιαθέσεων) παραμένουν. Μείζων ανάμεσά τους είναι βέβαια η πολιτική πλαισίωση, όμως είναι φανερό πως ούτε η πολιτική πέφτει από έναν καθαρό ουρανό, ούτε και τα υποκείμενα είναι tabulae rasae. Εξετάζοντας το νέο ‒«απολυταρχικό» κατά Burawoy‒ εργασιακό καθεστώς που σταδιακά ανέκυψε από τη λαίλαπα των νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων σε βάθος χρόνου, ο Απόστολος Καψάλης προσεγγίζει την εργατική ταυτότητα και κουλτούρα ως στρατηγική διακύβευση-πεδίο αντιπαράθεσης ενάντιων λόγων στην εισήγησή του «Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων ως μέσο επέλασης του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού» (σχολιασμός: Χάρης Μαλαμίδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 24 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η σταδιακή κανονικοποίηση του κρισιακού φαινομένου ‒το γεγονός ότι εμπρόθετες δράσεις και πρακτικές τείνουν ολοένα και πιο συχνά να αποδίδονται ως αναπόδραστα φυσικά φαινόμενα‒ σκιάζει εξακολουθητικά τη δημόσια σφαίρα. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμες αλληλουχίες επιλογών με στόχο τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας (όπως οι μηχανισμοί που οδήγησαν στην εκτίναξη του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους ή στη δημιουργία τοξικών παραγώγων), είτε αποκρύπτονται και αγνοούνται είτε απωθούνται στο περιθώριο των κυρίαρχων αναλύσεων ως ασήμαντες υπολειμματικότητες. Αντίστοιχα ισχύουν και για τις περισσότερες αποτιμήσεις των πολιτικών εξελίξεων, που βαρύνονται επιπλέον με κραυγαλέες σιωπές και την κατίσχυση ψευδών ενθυμημάτων (επιχειρημάτων που αβάσιμα θεωρούν κάποιες προκείμενές τους ως αυτονόητα αληθείς). Χαρακτηριστική είναι από την άποψη αυτή η αποσιώπηση ‒αν όχι ο εξωραϊσμός‒ των παραθεσμικών υπερεθνικών παρεμβάσεων, καθώς και η δοξασία ότι οι πολιτειακές ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από τα Μνημόνια είχαν ως αποτέλεσμα τον «εκσυγχρονισμό» του πολιτικού συστήματος μέσω της περαιτέρω συρρίκνωσης (αντί της διεύρυνσης και ενίσχυσης) των ως τότε υφιστάμενων ‒ούτως ή άλλως ανεπαρκών‒ μηχανισμών λογοδοσίας. Εισφέροντας νέο υλικό από την υπό εξέλιξη έρευνα «Δημοκρατική Συρρίκνωση, Κομματική Πολιτική και Κοινωνική Διαμαρτυρίας στα Χρόνια της «Μεγάλης Ύφεσης». Η περίπτωση της Ελλάδας, 2008-2018» που χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ, με τα ζητήματα αυτά ασχολούνται οι Λουκία Κοτρωνάκη και Κώστας Κωστόπουλος στην εισήγησή τους «Γινόμαστε Ευρώπη; Διαστάσεις και μορφές παρέμβασης της ΕΕ στη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, 2008-2018 [Ερευνητικό πρόγραμμα EPOCA]» (σχολιασμός: Νίκος Σερντεδάκις). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 17 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

«Τις τελευταίες εβδομάδες του Ιούνη 1863», έγραψε ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου (Μέρος Τρίτο, κεφάλαιο όγδοο: «Η εργάσιμη μέρα»), «όλες οι εφημερίδες του Λονδίνου δημοσίεψαν μιαν είδηση με την ‘sensational’ [«εντυπωσιακή»] επικεφαλίδα: ‘Θάνατος απλώς και μόνο από υπερβολική εργασία’. Επρόκειτο για το θάνατο της καπελούς Μαίρης-Άννας Ουέλκλυ, ηλικίας 20 χρονών, που εργαζόταν σε ένα πολύ αξιοσέβαστο κατάστημα μόδας που το εκμεταλλευόταν μια κυρία με το πολύ χαριτωμένο όνομα Ελίζα, προμηθεύτρια της Αυλής» (μτφρ. Παναγιώτη Μαυρομμάτη, Αθήνα 2002: Σύγχρονη Εποχή, σ. 266). Αναδεικνύοντας καυστικά το μηχανισμό εκμετάλλευσης-κυριαρχίας στον καπιταλισμό (το φαινόμενο της απλήρωτης υπερεργασίας), το παράθεμα στρέφει τον νου αφενός στο ανέφικτο μιας εύρωστα ομαλής κοινωνικής αναπαραγωγής, και αφετέρου στον αναπόφευκτο (και έλλογο) χαρακτήρα των συλλογικών αντιστάσεων. Όσο όμως οι συστημικές κρίσεις οξύνονται και πολλαπλασιάζονται στο φόντο της διαρκούς υπονόμευσης του εργατικού κεκτημένου, τόσο ο επίσημος λόγος πασχίζει να τις φυσικοποιήσει επικαλούμενος μερικές αλήθειες που κρύβουν τεράστια ψέματα (όπως, λ.χ., το όνειδος των trickle-down economics). Αποσκοπώντας σε μια συμπεριληπτική αποτύπωση του προβλήματος στην τρέχουσα συγκυρία, ο Σταύρος Τομπάζος θέτει τον μείζονα γνωστικό καμβά στην εισήγησή του «Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και η Μαίρη-Άννα Ουέλκλυ» (σχολιασμός: Αλέξανδρος Χρύσης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 10 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Ενώ η κριτική επανένταξη των περιεχομένων πολιτικής στη μελέτη των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων συγκαταλέγεται στις βασικές προκλήσεις με τις οποία βρίσκεται στις μέρες μας αντιμέτωπη η Πολιτική Κοινωνιολογία, δεν είναι μακριά η περίοδος που στην Πολιτική Επιστήμη έτεινε να κυριαρχεί η ακριβώς αντίστροφη επιρρέπεια, η μονόπλευρη υπερ-πολιτικοποίηση του πολιτικού: μονόπλευρη κατά το ότι επικεντρωνόταν αποκλειστικά στη θεσμική πολιτική· και υπερβολική κατά το ότι αποσιωπούσε κρίσιμες κοινωνικές διεργασίες. Παραδειγματική περιοχή των χειρισμών αυτών υπήρξε η αλήστου μνήμης βιβλιογραφία των καθεστωτικών αλλαγών, και μείζον θύμα τους η μελέτη των συλλογικών δράσεων και των κοινωνικών κινημάτων. Μεταβάσεις περισσότερο ή λιγότερο «βελούδινες», reformas pactadas που τάχιστα μετασχηματίζονταν σε rupturas, και αγωνιώδεις κανονιστικές εκκλήσεις για δημοκρατική εμπέδωση (χωρίς όμως αντίστοιχες μέριμνες και για δημοκρατική εμβάθυνση), όλα εκλαμβάνονταν ως αποτελέσματα προσεκτικών «χειρισμών» που επετύγχαναν προικισμένοι ταγοί του εκτελεστικού βραχίονα του Κράτους. Εξαιρέσεις από τον γενικό αυτό κανόνα βέβαια υπήρξαν, όμως αφορούσαν μόνο κραυγαλέες περιπτώσεις (όπως η Πορτογαλική), χωρίς, σε κάθε περίπτωση, να καταφέρνουν μιαν ισόρροπη-οργανική συμπερίληψη της μαζικής πολιτικής στο θεωρητικό ιδίωμα που κληροδοτήθηκε. Εισφέροντας νέο ερευνητικό υλικό από τις δράσεις του ελληνικού εργατικού κινήματος, ο Στέφανος Ιωαννίδης επερωτά παγιωμένα αφηγηματικά ειωθότα στην εισήγησή του «Εργατικά συνδικαλιστικά κινήματα και θεσμοί σε περιόδους μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία» (σχολιασμός: Γεωργία Δούκουρη). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η γλώσσα του ποιητή, έγραψε ο Giovanni Sartori, «ωθεί προς τη θυμική φόρτιση, ενώ αντίθετα, η επιστημονική χρήση (εξειδίκευση) παίρνει την αντίθετη κατεύθυνση της συγκινησιακής αποφόρτισης». Η μορφολογική διαφορά είναι κρίσιμη, με προεκτάσεις που αφορούν ιδιαίτερα το κοινωνικοεπιστημονικό έργο, όμως τόσο ο καλλιτέχνης όσο και ο επιστήμονας προβαίνουν σε αποδόσεις ‒όψεων‒ της πραγματικότητας, αμφότεροι επιδιώκοντας (και επικαλούμενοι) αντιληπτική επάρκεια και γνωστική συνάφεια. Από τη διαπίστωση αυτή ανακύπτει επιτακτικά και το αίτημα της εκατέρωθεν επικοινωνίας: μπορεί η καλλιτεχνική ματιά να αναδείξει διαδικασίες και φαινόμενα που στο επιστημονικό συντακτικό φαντάζουν απροσπέλαστα; Πώς η ιστορική-πραγματολογική τεκμηρίωση εγγράφεται στην καλλιτεχνική οπτική, και πώς η «αλήθεια του καλλιτέχνη» μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο και πόρος για την επιστημονική έρευνα; Με ποιους τρόπους οι προσδοκώμενες συνθέσεις θέτουν νέα, εισέτι αδιερεύνητα ερωτήματα, και τι είδους απαντήσεις είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν; Εξετάζοντας τις απεικονίσεις ιστορικών κινηματικών γεγονότων στο έργο δυο σημαντικών σκηνοθετών ‒του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Παντελή Βούλγαρη‒ με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Ιάκωβος Παναγόπουλος στην εισήγησή του «Κινηματογραφική φόρμα και Συγκρουσιακή Πολιτική: ιστορική ακρίβεια ή ποιητική αφαίρεση;» (σχολιασμός: Λουκία Κοτρωνάκη). Εισφέροντας θεωρητικό προβληματισμό που αξιοποιείται και στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος EPOCA (χρηματοδότηση ΕΛΙΔΕΚ), το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Εκτός από παράγοντα απαραίτητο ‒κυριολεκτικά εκ των ων ουκ άνευ‒ για την ερμηνεία και επεξήγηση του κινηματικού φαινομένου, η μελέτη των περιεχομένων πολιτικής (τόσο ως καθαυτό προγνωστικών πλαισιώσεων όσο και ως μοτίβων εκφοράς) αναδεικνύει εξίσου γλαφυρά και τη συγγένεια ανάμεσα στο ακροδεξιό-φασιστικό πολιτικό στίγμα και τις πρακτικές κρατικών-θεσμικών και άλλων φορέων με εξέχοντα ρόλο στη διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας. Ο λόγος της Χρυσής Αυγής συχνά-πυκνά καταγγέλλεται, όμως οι τροπισμοί του, οι πολιτικές του προϋποθέσεις και οι προεκτάσεις, αναπαράγονται τακτικά με κίνητρα και επιδιώξεις διαφόρων ειδών, κάποτε ασυνείδητα, πιο συνηθισμένα όμως εμπρόθετα και στρατηγικά. Πρόκειται για διαπίστωση που ‒επί μακρόν παραμελημένη ως ένας ακόμη γνώριμα άγνωστος της έρευνας‒ οφείλει να διερευνηθεί και αναδειχτεί, πάντοτε με την προσδοκία μιας αντίστοιχης θεωρητικής αξιοποίησης. Αυτό ακριβώς επιχειρούν η Ρόζα Βασιλάκη και ο Γιώργος Σουβλής στην εισήγησή τους «Μετά τη Χρυσή Αυγή: η διείσδυση και οι μεταμορφώσεις του ακροδεξιού τρόπου σκέψης» (σχολιασμός: Κώστας Κωστόπουλος). Το σεμινάριο, που παρουσιάζει ευρήματα και προβληματισμό από το πρόσφατο Η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα: φύλο, ΜΜΕ, Ένοπλες Δυνάμεις, Εκκλησία (Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, 2021) που επιμελήθηκαν οι εισηγητές, διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Ασφαλή τεκμήρια σοβούσας κρίσης σε επιστημονικά παραδείγματα (αλλά και σε συστήματα κοινωνικής οργάνωσης) αποτελούν οι παρατεταμένες σιωπές και οι εμπρόθετες παραποιήσεις των εμπειρικών δεδομένων. Έκφανση μιας παρόμοιας κατάστασης πραγμάτων αποτελεί και το φαινόμενο της επισφαλούς εργασίας ή, όπως κατ’ ευφημισμό αποκαλούνται, των «ευέλικτων μορφών απασχόλησης». Έχοντας προβληθεί, στην αυγή της νεοφιλελεύθερης κατίσχυσης, ως προϋπόθεση ανάπτυξης και ευημερίας, στις μέρες μας είτε αντιμετωπίζονται με θεωρητική αμηχανία είτε παραβλέπονται ως μια ακόμη αναπόδραστη «κανονικότητα». Πρόκειται όμως για ακραία ιδεολογικές δοξασίες που, συχνά αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, συσκοτίζουν τόσο στρατηγικά εγχειρήματα κυριαρχίας όσο και κρίσιμους μηχανισμούς κοινωνικής αναπαραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι ανάλογες σιωπές ή/και θεωρητικά έωλες αποφάνσεις εμφανίζονται και στον τομέα των αντιστάσεων που εμφανίζονται ‒συνήθως ως επιμέρους μοτίβα του ούτω αποκαλούμενου «μεταβιομηχανικού συνδρόμου». Πώς η σύγχρονη θεωρία αποτιμά το φαινόμενο, και πώς διαχειρίζεται την απροσδόκητη πραγματικότητα των διεκδικητικών δράσεων του πρεκαριάτου; Έχουμε κάτι κοινωνιολογικά και πολιτικά καινοφανές ή παρόμοιες ‒«άτυπες»‒ δράσεις έχουν μνήμη και ιστορικά προηγούμενα; Ποιες είναι οι προοπτικές, και ποιες οι κομβικές αντιφάσεις του διαμορφούμενου εργασιακού τοπίου; Επιδιώκοντας ταυτόχρονα καταγραφή όσο και  αποσαφήνιση του συναφούς πεδίου, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται η Άννα Κουμανταράκη στην εισήγησή της «Η επισφαλής εργασία και οι συνέπειές της στην κοινωνική θεωρία» (σχολιασμός: Αιμιλία Βήλου). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Επιδιώκοντας καταστατικά την εύρωστη διεπιστημονικότητα (τη διαμόρφωση δόκιμων γνωστικών περιοχών στην τομή ήδη συγκροτημένων κλάδων), η Συγκρουσιακή Πολιτική βρίσκεται από καταβολής της αντιμέτωπη με την πρόκληση της επαρκούς διερεύνησης του πολιτικού περιβάλλοντος, τόσο του εθνικού όσο και ‒στις μέρες μας ολοένα και περισσότερο‒του διεθνούς. Η αδιαμφισβήτητη πρόοδος που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια (λ.χ., στον τομέα της υπέρβασης του μηχανιστικού αντικειμενισμού των πρώιμων προσεγγίσεων) δεν πρέπει όμως να οδηγήσει σε εφησυχασμό. Ειδικά στο φόντο της τρέχουσας διεθνοπολιτικής ρευστότητας, η Συγκρουσιακή Πολιτική καλείται να συμπεριλάβει οργανικά στο ερευνητικό της πρόγραμμα θεωρητικούς προβληματισμούς και ευρήματα από το πεδίο των Διεθνών Σχέσεων. Αντίστοιχα βέβαια ισχύουν και για τον έτερο πόλο: χωρίς συστηματική διερεύνηση των κοινωνικοοικονομικών, πολιτικο-θεσμικών, και πολιτισμικών συντεταγμένων των οντοτήτων που διαμορφώνουν τις διακρατικές αντιπαραθέσεις και (αν-)ισορροπίες, οι Διεθνείς Σχέσεις κινδυνεύουν να αυτοπαγιδευτούν σε έναν άνευρο αναδιπλασιασμό της απλώς ορατής πραγματικότητας. Με στόχο την ανάδειξη αυτών ακριβώς των κρίσιμων διαστάσεων, ο Σωτήρης Ρούσσος εξετάζει την επίδραση που άσκησαν στις διεθνείς συγκρούσεις η Μεγάλη Αραβική Εξέγερση του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’30, η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν, καθώς και η Αραβική Άνοιξη, στη εισήγησή του «Εξέγερση και Επανάσταση στη Μέση Ανατολή: μια συγκριτική προσέγγιση, 1936, 1979, 2011» (σχολιασμόςΒαγγέλης Καρατζής). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 27 Ιανουαρίου -ώρα έναρξης: 18.30- σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ.

Τόσο ως καθαυτό ιδεολογικό περιεχόμενο όσο και ως μετερχόμενα μοτίβα εκφοράς, ο πολιτικός λόγος της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα και διεθνώς συνιστά κρίσιμο ερευνητικό αιτούμενο με πολλαπλές όψεις. Προέχει ασφαλώς η εννοιολογική αποσαφήνιση του φαινομένου (στη βάση γνωρισμάτων όπως η ενεργός κατάφαση του διευθυντικού δικαιώματος της εργοδοσίας, η πάταξη του κινηματικού συνδικαλισμού και η αποθέωση της κρατικής καταστολής ‒διαστάσεις που συχνά χάνονται στους όρους «δεξιός λαϊκισμός», «ριζοσπαστικοποίηση» ή «εξτρεμισμός»), όμως οι διαδρομές που επιδιώξεις αυτές ακολουθούν προκειμένου να καταστούν συνεκτικές αφηγήσεις, καθώς και το μέσο διάχυσής τους, ποικίλουν και μετεξελίσσονται. Αξιοποιώντας νέο ερευνητικό υλικό από το διαδίκτυο που αναδεικνύει τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η συστηματική επίθεση της Ακροδεξιάς σε κοινωνικά κινήματα και ευρύ φάσμα δικαιωμάτων, με το ζήτημα αυτό ασχολείται ο Κάρολος-Ιωσήφ Καβουλάκος στην εισήγησή του «Όψεις του ακροδεξιού ακτιβισμού στο διαδίκτυο» (σχολιασμός: Κώστας Κωστόπουλος). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ.

Ο κομβικός ρόλος που η κινηματική κινητοποίηση διαδραματίζει στη διαμόρφωση του πολιτικού περιβάλλοντος (η «δομή των πολιτικών ευκαιριών» όχι ως ανεξάρτητη, αλλά ως εξαρτημένη μεταβλητή) αποτελεί θεωρητικό και ερευνητικό αντικείμενο που παραμένει εξακολουθητικά υποτιμημένο. Πρόκειται για γνωστικό κενό που, εγκαθιδρύοντας έναν μονοδιάστατο και αφελή αντικειμενισμό (της μορφής ότι τα κοινωνικά κινήματα διαμορφώνονται από το περιβάλλον αλλά σπάνια ‒αν ποτέ‒ το διαμορφώνουν), εξαλείφει από τον ορίζοντά μας κρίσιμα ερωτήματα για την κινηματική στρατηγική, τις υιοθετούμενες αξιακές πλαισιώσεις και την οργανωτική συγκρότηση. Το έλλειμα γίνεται ιδιαίτερα φανερό στον τρόπο με τον οποίο συνήθως προσεγγίζεται η επίδραση που άσκησε (και ασκεί) το αντιφασιστικό κίνημα απέναντι στον κίνδυνο της ακροδεξιάς και του ναζισμού ‒μια περιοχή που βαρύνεται επιπλέον από την ιδεολογικά υποβολιμαία ψευδο-κατηγορία της «ριζοσπαστικοποίησης» (έννοιας που εισηγείται ταυτόχρονη θέαση κινημάτων και ακροδεξιάς). Αξιοποιώντας πρωτογενές υλικό από χιλιάδες αντιφασιστικές δράσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ 2007 και 2020, ο Αντώνης Έλληνας αντιμετωπίζει το πρόβλημα κατά μέτωπον στην εισήγησή του «Κοινωνικές αντιδράσεις στην Ακροδεξιά: το Αντιφασιστικό Κίνημα στην Ελλάδα» (σχολιασμός: Σωτήρης Καράμπαμπας). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Φιλοδοξώντας να εμπεδώσει η ίδια την υπόσταση ενός «προωθητικού ερευνητικού προγράμματος» κατά Lakatos, η Συγκρουσιακή Πολιτική τελεί σε διαρκή και οργανική σχέση με όμορα γνωστικά εγχειρήματα που στρέφουν την προσοχή σε παραμελημένες ‒πλην καίριες‒ όψεις της πραγματικότητας, εισφέροντας νέα ερωτήματα και θεωρητικούς προβληματισμούς (τις γνωστές μας «θετικές ευρετικές»). Μια παρόμοια λειτουργία στον τομέα της διερεύνησης των κοινωνικών ομαδοποιήσεων (των διαδικασιών που τις συγκροτούν, των αναπαραστάσεων που τις συνέχουν, και των μηχανισμών που τις αναπαραγάγουν) επιτελεί η νέα επιθεώρηση Class and Status – Journal of critical approaches to social divisions η έκδοση της οποίας αυτή τη στιγμή προετοιμάζεται. Το περιοδικό επαναφέρει στο προσκήνιο τις κλασικές συζητήσεις για τις κοινωνικές τάξεις, συνδέοντάς τες με θεματικές που, μεταξύ άλλων, εκτείνονται από την πολιτική οικονομία μέχρι την αγορά εργασίας, τις σπουδές φύλου και μετανάστευσης, καθώς και ζητήματα κουλτούρας, αλλοτρίωσης και κοινωνικού ελέγχου. Εκ μέρους της Συντακτικής Επιτροπής, την επιθεώρηση θα παρουσιάσει ο επικεφαλής Συντονιστής της έκδοσης Ιορδάνης Ψημμένος (σχολιασμός: Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης: 18.30) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Νέο Κτίριο, 2ος όροφος, Αίθουσα Β4). Περίληψη του σκεπτικού της έκδοσης έχει αναρτηθεί εδώ.

Το ότι τα «Ιουλιανά» ‒οι περίφημες 70 μέρες μαζικών και μαχητικών συλλογικών δράσεων ενάντια στη βασιλική εκτροπή και την Αποστασία του 1965‒ εξακολουθούν να προκαλούν έντονο ερευνητικό και θεωρητικό ενδιαφέρον δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Πρόκειται για κομβικό μετασχηματιστικό συμβάν της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας που αναδεικνύει πλειάδα κρίσιμων όψεων του κινηματικού φαινομένου: Ποια ήταν η υφή των δράσεων και ποιοι παράγοντες επηρέασαν τη δυναμική τους; Τι ρόλο διαδραμάτισαν οι οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις και ποια στοιχεία δέσποσαν στο άνυσμα της αλληλεπίδρασής τους με τις καθαυτό κινηματικές πρωτοβουλίες; Με ποιον ακριβώς τρόπο και σε τι χρονικό ορίζοντα είναι δόκιμο να προσεγγίζουμε τις εκβάσεις τους, και πώς αποτιμούμε την επίδραση που άσκησαν στο μεταπολιτευτικό ιδεολογικό και πολιτικό τοπίο; Αξιοποιώντας νέο ερευνητικό υλικό από ευρύ φάσμα πρωτογενών πηγών, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Κωνσταντίνος Λαμπράκης στην εισήγησή του «Κοινωνική διαμαρτυρία και πολιτική: τα Ιουλιανά του 1965 και η συγκρότηση της ‘Κεντροαριστεράς’» (σχολιασμός: Στέφανος Ιωαννίδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 25 Νοεμβρίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Βασική γνωστική συμβολή της Συγκρουσιακής Πολιτικής ως συστατικού κλάδου της σύγχρονης Πολιτικής Κοινωνιολογίας στην εξελισσόμενη διαδρομή της υπήρξε η εμπεριστατωμένη αποκαθήλωση τής ως τότε κυρίαρχης οπτικής της «συλλογικής συμπεριφοράς»: μιας προσέγγισης που θεωρούσε τις συλλογικές δράσεις και τα κοινωνικά κινήματα παραβατικές παθογένειες που έπρεπε, ως εκ τούτου, να κατασταλούν (ήπια ή ενεργά). Σπάνια όμως συνειδητοποιούμε την έκταση και τους τρόπους με τους οποίους αυτές οι ίδιες ‒οι μετά λόγου γνώσεως πλέον επιστημολογικά και εμπειρικά ανυπόστατες‒ θεωρήσεις παρεισφρέουν στις αποδόσεις του φαινομένου της κοινωνικής διαμαρτυρίας στις μέρες μας, όχι σπάνια ενδυόμενες και το προκάλυμμα του καινοφανούς. Πρόκειται για ιδεολογικά υποβολιμαίες (συνειδητές ή απλώς ανεπίγνωστες) παραχαράξεις μιας σύνθετης πραγματικότητας που, καθώς απειλoύν την πρόοδο που κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες συντελέστηκε στο λογισμικό των κοινωνικών επιστημών, καλούμαστε όχι μόνο να ανιχνεύσουμε αλλά και να ανασκευάσουμε. Προσεγγίζοντας το ζήτημα με τα εργαλεία της κοινωνικής Ψυχολογίας, με το πρόβλημα αυτό ασχολείται ο Γεράσιμος Προδρομίτης στην εισήγησή του «Η ‘ψυχολογία του πλήθους’ ως αναπαραστασιακό αντικείμενο και ιδεολογικό διακύβευμα» (σχολιασμός: Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης). Το σεμινάριο, πρώτο στο φετινό κύκλο του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής, διεξάγεται την Πέμπτη 18 Νοεμβρίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αίθουσα Συγκλήτου, και ξεκινά στις 17.00. Περίληψη της εισήγησης έχει αναρτηθεί εδώ .

Η κανονιστικά-ιδεολογικά εμφορούμενη κατασκευή ψευδο-κατηγοριών (εννοιών που στην υποδήλωσή τους περιλαμβάνουν ουσιωδώς ανόμοια φαινόμενα και οντότητες επί τη βάσει μορφολογικών και μόνο ομοιοτήτων) βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες. Στο πλαίσιό της, η βία του επιτιθέμενου εξομοιώθηκε με αυτήν του αμυνόμενου, οι κινηματικές συλλογικές δράσεις άρχισαν και πάλι να παρουσιάζονται ως παραβατικές παθογένειες, και πολιτικά εγχειρήματα που αποσκοπούν στον εκδημοκρατισμό και την ενίσχυση των υποτελών προσομοιάστηκαν με όσα επιδιώκουν το ακριβώς αντίθετο, τη δημοκρατική κατάλυση. Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη πως κύριο θύμα αυτών των εννοιολογικών και μεθοδολογικών λαθροχειριών υπήρξε η έρευνα, κακείθεν η θεωρία. Στρέφοντας μεγάλο τμήμα της παραγωγής σε ανυπόστατα ερωτήματα, οι πρακτικές αυτές αφαίρεσαν γνωστική ενέργεια και πόρους, με αποτέλεσμα τα υφιστάμενα εμπειρικά κενά ‒συν τω χρόνω‒ να διευρυνθούν, και η συζήτηση για κρίσιμες όψεις του παρελθόντος είτε να ατονεί, είτε να αδυνατεί να εισφέρει εύρωστα θεωρητικά πορίσματα για το παρόν και το μέλλον. Επιδιώκοντας την επισταμένη διερεύνηση σειράς κρίσιμων ‒πλην εξακολουθητικά αναπάντητων‒ ερωτημάτων για την υφή, το χαρακτήρα και τις δυναμικές της κατοχικής ένοπλης αντίστασης, ο Βαγγέλης Καρατζής ασχολείται με το παράδειγμα της Λακωνίας στην εισήγησή του «Στρατηγικοί μετασχηματισμοί του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στη νότια Πελοπόννησο: το παράδειγμα της Λακωνίας» (σχολιασμός: Γιώργος Σουβλής). Το σεμινάριο, τελευταίο στη φετινό κύκλο του διαρκούς σεμιναρίου, διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 10 Ιουνίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Βασική μεθοδολογική και θεωρητική συμβολή-παρακαταθήκη του αείμνηστου Γιώργου Φ. Κουκουλέ στη μελέτη του εργατικού κινήματος, υπήρξε η επιμονή του για τη διάσωση, συλλογή και εννοιολογικά ενσυνείδητη επεξεργασία πρωτογενών στοιχείων. Πρόκειται για παραίνεση που αν και εύκολα γίνεται αποδεκτή, δύσκολα όμως υλοποιείται ‒διότι, εκτός από το μεγάλο όγκο και την ένταση της εργασίας που απαιτεί, αξιώνει επίσης την αδιάλειπτη σύνθεση ερμηνείας και επεξήγησης. Ως κλάδος, η Συγκριτική Πολιτική (συμπεριλαμβανομένης και της Συγκρουσιακής) τονίζει ‒και σωστά‒ τη σημασία της δεύτερης: πως χωρίς διάλογο με θεωρητικά κρίσιμα ερωτήματα, το πρωτογενές υλικό διολισθαίνει σε τετριμμένο αναδιπλασιασμό του εμπειρικού ευρήματος. Σπάνια όμως συνειδητοποιούμε τις προϋποθέσεις αυτής της προϋπόθεσης: το γεγονός ότι για να καταστούν πόροι για τη διατύπωση εύρωστων επεξηγηματικών προτάσεων, τα εμπειρικά τεκμήρια πρέπει πρώτα να προσεγγιστούν εκ του σύνεγγυς και σφαιρικά, να τύχουν ενδελεχούς και τεκμηριωμένης ερμηνείας. Δεν είναι, ως εκ τούτου, υπερβολή να υποστηριχθεί πως ο προβληματισμός για κρίσιμες διαστάσεις του κινηματικού φαινομένου, όπως τα ρεπερτόρια δράσης, η κοινωνική δικτύωση, η οργανωτική συγκρότηση, οι πολιτικές στρατηγικές κ.α., δε μπορεί να ανανεωθεί και να βαθύνει χωρίς νέα, ερμηνευτικά προσανατολισμένη έρευνα. Εκκινώντας από τις διαπιστώσεις αυτές, ο Ανδρέας Ζανιάς εισφέρει πρωτότυπο υλικό από την εν εξελίξει έρευνα που πραγματοποιεί (διερευνώντας παράλληλα και τις θεωρητικές του προεκτάσεις), στην εισήγησή του «‘Ένωση Εργαζομένων στην Εταιρεία Αλουμίνιον της Ελλάδος’: οργανωτικές καινοτομίες, μαζική συμμετοχή, (νικηφόρες) εκβάσεις» (σχολιασμός: Γεωργία Δούκουρη). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 3 Ιουνίου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η συζήτηση για τις αλλαγές που επήλθαν στα κινηματικά ρεπερτόρια ως αποτέλεσμα των πολλαπλών κρίσεων της τελευταίας περιόδου ‒με βασική (αν και όχι αποκλειστική) αναφορά τα διάφορα εγχειρήματα αλληλεγγύης‒ συνιστά πραγματική πρόκληση, τόσο εννοιολογική όσο και θεωρητική. Ποιες είναι, καταρχάς, οι μορφές που αναδύθηκαν και πόσο πραγματικά καινοφανείς είναι; Πρόκειται άραγε για διαβήματα που είναι δόκιμο να προσεγγίζονται ως ενιαίο φαινόμενο και, αν όχι, ποιες εσωτερικές διαφοροποιήσεις είναι απαραίτητες ώστε η διερεύνησή τους να τελεσφορήσει; Συναφούς ενδιαφέροντος είναι όμως και το ζήτημα των καταβολών: ποιες οι σχέσεις των νέων αλληλέγγυων δομών με προϋπάρχοντα κινηματικά δίκτυα, και πώς η μετεξέλιξη των σχέσεων αυτών μέσα στο χρόνο επιδρά στην τρέχουσα διεκδικητική πραγματικότητα; Επιτρέπει η ως τα σήμερα βιωμένη εμπειρία συμπεράσματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τις παρακαταθήκες τους, και ποιες οι προοπτικές τους για το επόμενο διάστημα; Αξιοποιώντας πλούσια εμπειρικά ευρήματα από εν εξελίξει έρευνα με εστία τα αλληλέγγυα εγχειρήματα που αναδύθηκαν την επαύριο της προσφυγικής κρίσης, με τα ζητήματα αυτά ασχολούνται οι Σάμυ Αλεξανδρίδης, Λουκία Κοτρωνάκη και Νίκος Σερντεδάκις στην εισήγησή τους «Η πολιτική της αλληλεγγύης: ΜΚΟ και κινηματικά δίκτυα στην προσφυγική κρίση (2015-2018)» (σχολιασμός: Ρεγγίνα Μαντανίκα). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 20 Μάϊου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Χωρίς να ακόμα έχει επιτύχει τη συγκρότηση ενός κεντρικού πυρήνα αναφοράς, η συζήτηση για την υφή, τις καταβολές και επιπτώσεις της κρίσης του 2008 έχει εντούτοις αναδείξει σειρά οιονεί αυτόνομων θεματικών υπο-περιοχών που η ενσυνείδητη πολιτική κοινωνιολογία γενικά και η Συγκρουσιακή Πολιτική ειδικότερα καλούνται πάραυτα να γεφυρώσουν. Προνομιακή θέση ανάμεσά τους κατέχει ο προβληματισμός αναφορικά με αλλαγές που παρατηρήθηκαν στα διεκδικητικά ρεπερτόρια: η διαπίστωση ότι, εν μέσω του μαχητικού συγκρουσιακού κύκλου ενάντια στη λιτότητα, αναδύθηκαν συλλογικές δράσεις που, υπερβαίνοντας την ούτω αποκαλούμενη «λογική του αιτήματος», προχώρησαν σε άμεση και συγχρονική απόδοση του οραματικού. Πρόκειται για τα εγχειρήματα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας (ΚΑΛΟ) ‒ευρέα συνεταιριστικά δίκτυα που επιχείρησαν να αμφισβητήσουν τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης, εγκαθιδρύοντας εναλλακτικούς θεσμούς και υποδείγματα οργάνωσης. Όπως βέβαια συμβαίνει με κάθε μορφή αλληλεγγύης, έτσι και στην περίπτωση των ΚΑΛΟ, η πρόκληση της αποφυγής γενικόλογα παράταιρων συνταυτίσεων παραμένει: αποτελούν άραγε όλες αυτές οι μορές εφαλτήρια για τη διεκδίκηση ευρύτερων μετασχηματισμών, ή μήπως η προεικαστική εξαγγελία υποκρύπτει μια κατά περιπτωση υπόρρητη αποδοχή (ή και κανονικοποίηση) του εν γένει υφιστάμενου; Αντλώντας εμπειρικό υλικό από την πλούσια ελληνική εμπειρία, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Βαγγέλης Γκαγκέλης στην εισήγησή του «Επαναπροσδιορίζοντας την πολιτική συμμετοχή: κοινωνικά κινήματα, ριζοσπαστισμός, συνεργατισμός και αυτονομία στην Ελλάδα» (σχολιασμός: Στέλλα Χρήστου). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 13 Μαΐου (ώρα έναρξης: 18.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Βασικό αιτούμενο ‒και τεκμήριο επάρκειας‒ κάθε επεξηγηματικού εγχειρήματος στη συγκριτική πολιτική αποτελεί η επιλογή και συγκρότηση μιας θεωρητικά δόκιμης κλίμακας αφαίρεσης: από πόσο δομικά υπέρτερο επίπεδο ανάλυσης πρέπει να ξεκινήσουμε (ή, συμπληρωματικά-εναλλακτικά, πόσο πίσω στο χρόνο πρέπει να πάμε) ώστε η παρατήρησή μας να μην παραβλέψει κρίσιμους αιτιώδεις μηχανισμούς και διαδικασίες αναφορικά με ό,τι μας απασχολεί; Το πρόβλημα καθίσταται ακανθώδες ειδικά για μελέτες που αποπειρώνται αποτύπωση και ερμηνεία μείζονων αλλαγών σε πολιτειακές λειτουργίες, κομματικά συστήματα, και κινηματικές πρακτικές. Αρκεί άραγε η επίκληση εθνικών επιμέρους χαρακτηριστικών για να αποδοθεί επαρκώς το διαμορφούμενο τοπίο, ή μήπως πρέπει οι αναλύσεις μας να συμπεριλάβουν προβληματισμό για την αλληλεπίδραση του εθνικά (ή και τοπικά) ιδιαίτερου με εξελίξεις σε τομείς όπως η παγκόσμια οικονομία ή τα διεθνή ρεύματα ιδεών που διαμορφώνουν θεσμικές και διεκδικητικές πρακτικές; Αναμετρούμενος με την πρόκληση μιας ενσυνείδητα συμπεριληπτικής ερμηνείας των εξελίξεων στην Τουρκία του πρώιμου 21ου αιώνα, ο Şenol Arslantaş εξετάζει τις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που οδήγησαν στην άνοδο του ‒οιονεί «λαϊκιστικού»‒ AΚP, στην εισήγησή του Debating the Notion of “Populism” in Power: The Case of the AKP in Turkey (σχολιασμός: Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 22 Απριλίου σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης. Ώρα έναρξης: 18.30.

Οι τρόποι με τους οποίους το πολιτικό περιβάλλον επηρεάζει τις συλλογικές δράσεις αποτελεί πρόβλημα στη διαχείριση του οποίου η Συγκρουσιακή Πολιτική έχει από πολλού καταδείξει τις αρετές της ως «προωθητικό ερευνητικό πρόγραμμα» (κατά Lakatos). Υπερβαίνοντας έναν πρώιμα αφελή δομισμό που επιχειρούσε την αδιαμεσολάβητη αντιστοίχιση ευμενών ή δυσχερών περιβαλλόντων και δράσεων, ο κλάδος επέτυχε την οργανική συμπερίληψη των υποκειμενικών προσλήψεων της εκάστοτε θεσμικής συγκυρίας από τους ίδιους τους διεκδικητικούς δρώντες ως προϋπόθεση για τη συγκρότηση εύρωστης θεωρίας. Τούτου δοθέντος (και με δεδομένο ότι το επιστημολογικό βήμα παραμένει ακόμη ‒σε μεγάλο βαθμό‒ ανολοκλήρωτο), η πρόκληση της ακριβούς καταγραφής των κινηματικών προσαρμογών που συντελέστηκαν στο φόντο κομβικών αλλαγών σαν κι αυτές που επέφερε η «Μεγάλη Ύφεση» διατηρεί μιαν εξακολουθητική επικαιρότητα. Πώς ακριβώς αντιμετωπίστηκαν από τις κινηματικές συλλογικότητες φαινόμενα όπως η κατάρρευση του Κράτους Πρόνοιας, πώς αναδιαμορφώθηκαν τα ρεπερτόρια δράσης τους, και πώς επηρεάστηκαν εσωτερικές συμμαχίες και εκατέρωθεν ανταλλαγές υλικών και συμβολικών/πολιτικών πόρων; Παρουσιάζοντας τα πορίσματα έρευνας πεδίου που διενεργήθηκε το 2016-2017, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Χάρης Μαλαμίδης στην εισήγησή του «Κοινωνικές αλλαγές και διεύρυνση ορίων: η συλλογική δράση στην Ελλάδα της κρίσης» (σχολιασμός: Μαριλένα Σημίτη). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης. Ιδιαίτερα σημειώνεται η νέα ώρα έναρξης: 18.30.

Οι πολιτειακοί μετασχηματισμοί που επήλθαν ως αποτέλεσμα της συστημικής κρίσης του 2008 διαμόρφωσαν, εκτός από ένα νέο πολιτικό περιβάλλον, και τους όρους για την εμφάνιση μαζικών κοινωνικών αντιστάσεων. Φαινόμενα όπως η διοίκηση με Πράξεις Διοικητικού Περιεχομένου (ΠΔΠ) αμφίβολης συνταγματικής νομιμότητας, η γιγάντωση της επιρροής υπερεθνικών θεσμών ισχνής (ή και μηδενικής) λογοδοσίας και η επίταση της κρατικής καταστολής προκάλεσαν τεράστιες κινητοποιήσεις που, ανατρέποντας παγιωμένες ισορροπίες στα κομματικά συστήματα, επιδίωξαν να αποτρέψουν τις χειρότερες επιπτώσεις των ακολουθούμενων πολιτικών. Στο πλαίσιο αυτό αναδύθηκαν νέες συλλογικότητες, επινοήθηκαν νέες μορφές οργάνωσης και δράσης, και δοκιμάστηκαν οιονεί καινοφανείς στρατηγικές. Όμως ‒με εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα‒ η πλήρης θεωρητική αποτίμηση τόσο των δράσεων όσο και των αποτελεσμάτων τους καθυστερεί. Ποιες είναι οι ακριβείς συντεταγμένες του σύγχρονου πολιτικού τοπίου και πώς πολιτικά διαβήματα που πολλοί μελετητές χαρακτήρισαν φορείς «δημοκρατικού λαϊκισμού» διαχειρίστηκαν τις προκλήσεις της συγκυρίας; Δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο εννοιολογικό πρόβλημα και τις συναφείς συζητήσεις (ποια η σημασία και ποιες οι εμπειρικές αναφορές του όρου «λαϊκισμός»;) με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος στην εισήγησή του «Κρίση, αυταρχικός κρατισμός, και αντιστάσεις: η καταστατική σημασία του λαϊκισμού» (σχολιασμός: Κωνσταντίνος Τσίκας). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 1 Απριλίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ.

Κεντρικό αιτούμενο της σχεσιακής επιστημολογίας που χαρακτηρίζει τη Συγκρουσιακή Πολιτική ως κλάδο, αποτελεί η διαλεύκανση του πυκνού πλέγματος αλληλεπιδράσεων στις οποίες διαρκώς ενέχονται τα κοινωνικά κινήματα. Ιδωμένες σε δυναμική προοπτική, οι αλληλεπιδράσεις αυτές είναι πολύπλευρες και πολυσχιδείς: το πολιτικό περιβάλλον επηρεάζει αλλά και επηρεάζεται από τις συλλογικές δράσεις, οι αναγνώσεις της πραγματικότητας αλλάζουν άρδην από μετασχηματιστικά συμβάντα και προωθητικές πλαισιώσεις, το πολιτικό σκεπτικό και οι στρατηγικές των δρώντων μεταβάλλονται υπό το φως (ή τη σκιά) άλλων προηγούμενων δράσεων και διεκδικητικών διαβημάτων. Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι στο πλαίσιο αυτό δε μένουν ανεπηρέαστες ούτε οι ιδεολογίες ούτε οι οργανωτικές προδιαθέσεις των δρώντων. Πώς όμως επέρχονται οι μεταβολές, τι αποτύπωμα αφήνουν στις εξελίξεις, και από ποιους παράγοντες εξαρτάται η διάρκεια και το βάθος τους; Αξιοποιώντας θεωρητικά σπάνιο υλικό από την Ισπανική εμπειρία του μεσοπολέμου, ο Arturo Rodríguez διερευνά τη διαδρομή της CNT κατά την επαύριο της Οκτωβριανής επανάστασης στην εισήγησή του «‘Φερθήκαμε σαν πραγματικοί μπολσεβίκοι’: οι Ισπανοί αναρχικοί και η Ρωσική Επανάσταση (1917-23) (σχολιασμός: Βαγγέλης Καρατζής). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 18 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Τεκμήριο της τεράστιας σημασίας που έχει η συζήτηση για το πρόβλημα της «γραφειοκρατικοποίησης» (διαδικασίας που ενέχει κατάλυση της δημοκρατικής λειτουργίας στο εσωτερικό των οργανώσεων και ανεξαρτητοποίηση των ηγεσιών από τη βάση) δεν αφορά μόνο τη διαβόητη κρίση αντιπροσώπευσης, αφορά και την αδυναμία των κοινωνικών κινημάτων να συνάψουν αξιόπιστες σχέσεις με κόμματα και πολιτικούς φορείς που διατείνονται ότι τα εκπροσωπούν. Έναν και πλέον όμως αιώνα από την έκδοση του κλασικού Zur Soziologie des Parteiwesens in der modernen Demokratie του Robert Michels (Leipzig, 1911), το ζήτημα του αν και κατά πόσον το φαινόμενο είναι αναπόδραστο (ή και «φυσιολογικό») εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο. Συνιστούν πράγματι οι «ολιγαρχικές τάσεις» των σύνθετων οργανώσεων «σιδηρού νόμο»-απόρροια ανυπέρβλητων επικαθορισμών («όποιος λέει ‘οργάνωση’, λέει και ‘ολιγαρχία’» έγραψε ο Michels), ή μήπως πρόκειται για αδόκιμη υπερ-γενίκευση που υποστασιοποιώντας τις εξελίξεις τείνει ταυτόχρονα και να τις απο-πολιτικοποιεί; Το ερώτημα δεν είναι βέβαια δυνατόν να απαντηθεί παρά με νέα, συγκεκριμένη έρευνα. Μέσα από ποιους ακριβώς μηχανισμούς επέρχεται στις μέρες μας η ακύρωση της ανιούσας ‒από τη βάση στην ηγεσία‒ επικοινωνίας σε κόμματα και οργανώσεις, τι είδους θεσμικοί διακανονισμοί ευνοούν τις απορρέουσες παραμορφώσεις, και ποια οργανωτικά εργαλεία είναι δυνατόν να τις αποτρέψουν; Αντλώντας εμπειρικό υλικό από την πρόσφατη ελληνική εμπειρία με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Κωνσταντίνος Τσίκας στην εισήγησή του «Ξαναδιαβάζοντας τον Michels: ‘Σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας’, πεπρωμένο φυγείν δυνατόν;» (σχολιασμός: Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 4 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχε αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Αν και, συν τω χρόνω, οι βασικές πραγματολογικές συντεταγμένες του μεταναστευτικού-προσφυγικού ζητήματος αρχίζουν να γίνονται γνωστές, οι ακριβείς τρόποι με τους οποίους η διαχείρισή του επιδρά στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτικού περιβάλλοντος (προπαντός η αλληλεπίδρασή του με άλλες όψεις του δημόσιου βίου) εξακολουθούν να αποτελούν θεωρητικό πρόβλημα προς περαιτέρω διερεύνηση. Καθώς οι πρακτικές υλικότητες και οι αντιληπτικές κατηγορίες που αναδύονται από τις συναφείς δημόσιες πολιτικές είναι πολυσχιδείς και δυνάμει καταλυτικές ‒αντίστοιχες, αν όχι υπέρτερες, άλλων ιστορικών διακυβεύσεων (όπως, λ.χ., η διαπλοκή εθνικού και αγροτικού ζητήματος)‒, η διερεύνηση του πώς ακριβώς επηρεάζουν το διεκδικητικό σύμπαν καθίσταται επιτακτική. Βασική προϋπόθεση αποτελεί βέβαια η καταγραφή και εννοιολόγηση των μεταβαλλόμενων μοτίβων της μεταναστευτικής υποδοχής (με στοιχεία που ενέχουν τόσο εγχειρήματα ένταξης όσο όμως και αποκλεισμού), έτσι όπως αυτά σχεδιάζονται και υλοποιούνται από το κράτος αλλά και εκδηλώνονται από την κοινωνία πολιτών. Επιδιώκοντας την οργάνωση αυτής της κρίσιμης διάστασης σε βάθος χρόνου (δεν πρέπει να ξεχνούμε πως το προσφυγικό-μεταναστευτικό βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη από τη δεκαετία του ’90), με τα ζητήματα αυτά ασχολείται η Ρεγγίνα Μαντανίκα στη εισήγησή της «Η γενεαλογία του συστήματος υποδοχής μεταναστών στην Ελλάδα» (σχολιασμός: Χάρης Μαλαμίδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 4 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 17.30) εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Ιστορικό εύρημα-σταθμός και γενέθλια στιγμή της Συγκρουσιακής Πολιτικής ως συνεκτικού κλάδου της σύγχρονης Πολιτικής Κοινωνιολογίας αποτελεί το γεγονός ότι τα κοινωνικά κινήματα δεν είναι φαινόμενα ανακλαστικά: η ανάδυση και η εν γένει λειτουργία τους δεν επέρχονται αυτόματα και μηχανιστικά, αλλά προϋποθέτουν τη στρατηγική κινητοποίηση πλειάδας υλικών και συμβολικών πόρων από εμπρόθετους δρώντες. Η διαπίστωση αυτή ‒δυνάμει εφαλτήριο για την υπέρβαση της παραδοσιακής διάζευξης «δομή-δράση»‒ παραπέμπει ευθέως στον κομβικό ρόλο που διαδραματίζει ο μηχανισμός της «πολιτικής διαμεσολάβησης» της πραγματικότητας: το εκάστοτε κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον δεν υφίσταται απλώς και αφ’ εαυτού του, αλλά πάντοτε γίνεται αντιληπτό (προσλαμβάνεται) ανάλογα με τον πολιτικό λόγο που το αναπαριστά και το αποδίδει. Πρόκειται για συμπέρασμα που αναδεικνύει γλαφυρά και τη σημασία των περιεχομένων πολιτικής. Καθώς το εγχείρημα της κοινωνικο-κινηματικής διεκδίκησης είναι εγχείρημα πολιτικό, η ανάλυσή του θα παραμένει αέναα ελλιπής αν στο ερευνητικό στόχαστρο δεν μπει επιτακτικά η διαλεύκανση των πολιτικών σκεπτικών που εμπνέουν και συνέχουν τις κινηματικές δράσεις. Υιοθετώντας μια μακροσκοπική ματιά προκειμένου να παρουσιάσει (και, εν τινί μέτρω, να αποτιμήσει) ιστορικά πολιτικά ρεύματα του τελευταίου αιώνα, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Δημήτρης Αρβανίτης στην εισήγησή του «Οι συμπληγάδες του κοινωνικού μετασχηματισμού: διεθνιστικός αριστερισμός, εθνοκεντρικός μεταρρυθμισμός και η (ατελής) προσπάθεια υπέρβασής τους κατά το ‘σύντομο’ 20ό αιώνα» (σχολιασμός: Χρήστος Μιάμης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Βιβλιογραφικά προβεβλημένη διάσταση των «πολιτικών ευκαιριών» που ευνοούν την εκδήλωση των κοινωνικών κινημάτων είναι η παρουσία (ή η συγκυριακή εμφάνιση) των ούτω αποκαλούμενων «συμμάχων με επιρροή»: δρώντων με θεσμική παρουσία και αναγνωρισιμότητα στο δημόσιο βίο, που με τις παρεμβάσεις τους διαχέουν το διεκδικητικό μήνυμα και παρέχουν στα κινήματα διαφορετικούς βαθμούς και μορφές πρόσβασης στο κεντρικό πολιτικό σύστημα. Υπερβολική όμως έμφαση σε αυτή την όψη του φαινομένου κινδυνεύει να μας απομακρύνει από τη συμμετρική του διαδικασία που, τόσο στον παρόντα χρόνο όσο ιστορικά, είναι και πολύ πιο συνηθισμένη: το ζωτικό χώρο που τα κινήματα δημιουργούν με τις δράσεις τους σε φιλικά διακείμενους θεσμικούς δρώντες. Με το ζήτημα αυτό ‒την πρόκληση της θεωρητικής αξιοποίησης της συμβολής που είχε το αντιφασιστικό κίνημα στην εξέλιξη και έκβαση της πρόσφατης δίκης της Χρυσής Αυγής‒ ασχολείται ο Θανάσης Καμπαγιάννης (δικηγόρος πολιτικής αγωγής στη δίκη αλλά και ιστορικό μέλος του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής) στην εισήγησή του «Τι γυρεύει η (κινηματική) αλεπού στο (θεσμικό) παζάρι;  Το αντιφασιστικό κίνημα και η δική της Χρυσής Αυγής – μια αποτίμηση» (σχολιασμός: Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η συζήτηση για την επιθετική επανάκαμψη του νεοναζισμού είναι πλούσια, είναι όμως και μερική. Μέρος του προβλήματος απορρέει από εννοιολογικές αβελτηρίες (τη χρήση υπερβολικά αφηρημένων εννοιών που εξομοιώνουν ανόμοια ‒αυτό που ο Sartori αποκαλεί «ψευδο-κατηγορίες»), μέρος του όμως είναι και θεωρητικό: είτε την τάση να υιοθετούνται μονοπαραγοντικά επεξηγηματικά σχήματα είτε να γίνεται κατάφαση ενός μη σταθμισμένου ‒ εν γένει‒ πολυπαραγοντισμού χωρίς επαρκή διερεύνηση των κρίσιμων αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε δρώντες, υφιστάμενους πολιτικούς θεσμούς και κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Έχοντας επίγνωση των προβλημάτων αυτών, η Συγκρουσιακή Πολιτική μπορεί να συνεισφέρει προωθητικό προβληματισμό, τόσο σε επίπεδο ερευνητικών εννοιών με επαρκές διακριτικό σθένος όσο και μέσω της διατύπωσης θεωρητικά κρίσιμων ερωτημάτων. Πρόκειται για αντικείμενο-πρόκληση που εξετάζει ο Σωτήρης Καράμπαμπας στην εισήγησή του «Η άνοδος και η πτώση της Χρυσής Αυγή υπό το πρίσμα της συγκρουσιακής πολιτικής» (σχολιασμός: Κωσταντίνος Τσίκας). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ,  όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η επιδίωξη της εύρωστης ‒εννοιολογικά και θεωρητικά ενσυνείδητης‒ διεπιστημονικότητας αποτελούν καταστατικό γνώρισμα της Συγκρουσιακής Πολιτικής. Πρόκειται για διάσταση που εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της ως «προωθητικού ερευνητικού προγράμματος» που, αέναα επερωτώντας τον αρχικό θεωρητικό πυρήνα, θέτει διαρκώς νέα ερωτήματα και προκλήσεις («θετικές ευρετικές»). Στο πλαίσιο αυτό, ο κλάδος δε συνδιαλέγεται μόνο με την Ιστορία και άλλα όμορα πεδία στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά και με το χώρο των τεχνών (η έννοια της «πλαισίωσης», λ.χ., δεν εμπνέεται μόνο από τις αρχικές επεξεργασίες του Goffman, αλλά και από τη φιλμική θεωρία) με τρόπο ισόρροπο και διαδραστικό: ωφελείται από γνωστικά δάνεια, και ανταποκρίνεται με αντίστοιχες εννοιολογικές και θεωρητικές συμβολές. Επιδιώκοντας μια τέτοιου τύπου συνεισφορά, ο Ιάκωβος Παναγόπουλος προβληματίζεται για την επίδραση που ασκούν στις οντολογικές μας αφηγηματικότητες (σε επίπεδο τόσο ατομικό όσο και συλλογικό) διάφορες αναπαραστάσεις κινηματικών γεγονότων και εμπειριών στην εισήγησή του «Η χρήση της Ετεροτοπίας ως μέσο εναλλακτικής ιστορικής αφήγησης στον κινηματογράφο» (σχολιασμός: Λουκία Κοτρωνάκη). Το σεμινάριο που, μεταξύ άλλων περιλαμβάνει παραδείγματα από τον ελληνικό κινηματογράφο καθώς και ταινίες του εισηγητή, διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης: 

Η συζήτηση για τις νέες μορφές αλληλεγγύης (εγχειρήματα συλλογικής αυτο-οργάνωσης με στόχο την αντιμετώπιση των πλέον δραματικών επιπτώσεων της κρίσης σε κοινωνικά αποκλεισμένους και άλλες ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες) που αναδύθηκαν στο πλαίσιο του πρόσφατου συγκρουσιακού κύκλου ενάντια στη λιτότητα, έφεραν επιτακτικά στο προσκήνιο εννοιολογικά προβλήματα με σημαντικές θεωρητικές προεκτάσεις. Τι ακριβώς περιλαμβάνουν αυτές οι μορφές και πώς σχετίζονται με πιο κλασικές διεκδικητικές πρακτικές όπως τα συλλαλητήρια, οι απεργίες και οι καταλήψεις; Είναι οι δράσεις αυτές όντως καινοφανείς, ή μήπως αποτελούν τη σύγχρονη ενσάρκωση ενός παλαιού φαινομένου; Επιπλέον, πώς αποτιμούμε την έννοια «ανθεκτικότητα» που έχει ευρέως χρησιμοποιηθεί προκειμένου να τις αποδώσει; Είναι άραγε επαρκής, ή μήπως συγχέει ουσιωδώς διαφορετικά φαινόμενα εμποδίζοντας ‒αντί να προωθεί‒ την έρευνα; Αντλώντας εμπειρικό υλικό από δίκτυα και πρωτοβουλίες που αναδύθηκαν στην Ελλάδα της κρίσης, με τα ζητήματα αυτά ασχολούνται οι Λουκία Κοτρωνάκη και Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης στην εισήγησή τους «Ζητήματα εννοιολόγησης στη μελέτη των συλλογικών δράσεων: ‘ανθεκτικότητα’ και ‘αλληλεγγύη’» (σχολιασμός: Νίκος Σερντεδάκις). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 28 Ιανουαρίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η συζήτηση για τα «κοινωνικά κινήματα υγείας» και τον περί αυτήν δημόσιο λόγο που αναζωπυρώθηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19, δεν πρέπει να μας κάνει να αγνοήσουμε μιαν εξέλιξη που εκπορεύεται από την ακριβώς αντίθετη οπτική, αυτή των ανορθολογικών αντι-κινημάτων: επιθετικών δράσεων και λόγου έμπλεου ρητορικών μίσους που συγκροτείται στη βάση διάφορων συνωμοσιολογικών δοξασιών. Ποια τα ακριβή ‒κοινωνιολογικά, πολιτικά και πολιτισμικά‒ χαρακτηριστικά αυτού του φαινομένου, μέσα σε ποιες συνθήκες τεκταίνεται, και πώς οι εκφορές του διαφοροποιούνται από τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις; Πώς οργανώνονται και πώς δρουν οι φορείς του, και τι ευκαιρίες μας δίνει η πραγμάτευση του θέματος για να σκεφτούμε πάνω στη μείζονα εννοιολογική διάζευξη «κινημάτων» και «αντι-κινημάτων»; Αντλώντας εμπειρικό υλικό από την εμπειρία τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ευρώπης, με τα ζητήματα αυτά ασχολούνται οι Βαρβάρα Ξηρόπητα και Χρήστος Μιάμης στην εισήγησή τους «Συνωμοσιολογική ρητορική και άκρα δεξιά κατά την περίοδο της πανδημίας» (σχολιασμός: Χρήστος Αβραμίδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 21 Ιανουαρίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19 και οι προσπάθειες αντιμετώπισής της έφεραν επιτακτικά στο προσκήνιο τον πολιτικό χαρακτήρα της υγείας: το γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και αξιολογούμε την υγεία ως αγαθό συναρτάται με ευρύτερες οπτικές που απηχούν το πώς προσεγγίζουμε το μείζον ζήτημα της κοινωνικής οργάνωσης και αναπαραγωγής. Πρόκειται για διαπίστωση που, ενώ στον τομέα της θεσμικής πολιτικής, έχει ‒εδώ και καιρό‒ προκαλέσει γόνιμο διάλογο ανάμεσα σε ιατρική και πολιτική κοινωνιολογία (με πολλαπλά διεπιστημονικά οφέλη), εξακολουθεί να υπο-αντιπροσωπεύεται στον έτερο πόλο του πολιτικού φαινομένου, το πεδίο της κοινωνικής διαμαρτυρίας και της συγκρουσιακής πολιτικής. Η ειδική μελέτη των «κοινωνικών κινημάτων υγείας» (ΚΚΥ), συλλογικών δράσεων που αποσκοπούν σε ιατρικές μεταρρυθμίσεις, επιδιώκει να καλύψει αυτό το κενό. Αντλώντας εμπειρικό υλικό από τα ΚΚΥ του Ευρωπαϊκού χώρου, με το κρίσιμο αυτό θέμα ασχολείται η Στέλλα Χρήστου στην εισήγησή της «Χαρτογραφώντας τα κινήματα υγείας στην Ευρώπη: ζητήματα ορισμού, οριοθέτησης, σύγκρισης και κατηγοριοποίησης» (σχολιασμός: Κάρολος Καβουλάκος): ποιο το πολιτικό περιεχόμενου του λόγου που εκπέμπουν αυτές οι συλλογικότητες, και ποια τα κύρια ρεπερτόρια δράσης που υιοθετούν; Ποιες μορφές οργάνωσης τείνουν να επιλέγουν, και πώς οι διαφορετικές σχέσεις που συνάπτουν με τις κρατικές αρχές και τους πολίτες μας επιτρέπουν να διαχειριστούμε την εσωτερική τους ετερογένεια; Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 14 Ιανουαρίου (ώρα έναρξης 17.30) σε αυτόν το σύνδεσμο, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Ο κομβικός ρόλος που τα κυρίαρχα ΜΜΕ διαδραματίζουν στη διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο μελέτης με αποτελέσματα που η συγκριτική πολιτική ανάλυση καλείται άμεσα να αξιοποιήσει. Όμως η απαιτούμενη οργάνωση και εννοιολόγηση των ευρημάτων έχει πολλά να αποκομίσει από ‒αν δεν προϋποθέτει‒ τη συστηματική συμπερίληψη των προσλήψεων των ίδιων των δρώντων στα οποία τα ΜΜΕ αναφέρονται. Πρόκειται για τομέα που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων:  συλλογικών δράσεων και λόγου που πλαισιώνουν αντιπαραθετικά την πραγματικότητα. Πώς γίνονται αντιληπτές οι μιντιακές αναπαραστάσεις από τα ενεχόμενα κινηματικά υποκείμενα; Απηχούν την πρακτική και τις εκφορές τους, ή μήπως συνιστούν παράγοντα με ιδιαίτερη ατζέντα και στοχεύσεις; Και επιπλέον: είναι σε θέση οι κινηματικοί δρώντες να επηρεάσουν τον τρόπο προβολής τους και, αν ναι, σε ποιο βαθμό και με ποια αποτελέσματα; Παρουσιάζοντας υλικό από εν εξελίξει έρευνα σε πέντε συλλογικότητες, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Κάρολος Καβουλάκος στην εισήγησή του «Εμπειρίες συμμετεχόντων σε οργανώσεις βάσης από την κάλυψη της δράσης τους στα ΜΜΕ» (σχολιασμός: Χάρης Μαλαμίδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Αν και εξακολουθητικά υποτιμημένο στις σύγχρονες δημόσιες αναπαραστάσεις, το κατασταλτικό πλεόνασμα της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας (η άλλη όψη του δημοκρατικού της ελλείμματος) αποτελεί στοιχείο ιστοριογραφικά αδιαμφισβήτητο: αν είναι κάτι που πρώτιστα χαρακτήριζε την πολιτειακή συγκρότηση της μεσοπολεμικής Ελλάδας, αυτό ήταν η ‒συχνά απροσχημάτιστη‒ βία με την οποία το κράτος αντιμετώπιζε τα κινηματικά εγχειρήματα. Η κατασταλτική επιλογή δεν ήταν βέβαια τυχαία. Αυξάνοντας διαρκώς το κόστος συμμετοχής σε διεκδικητικές δράσεις, οι κυβερνήσεις (τόσο οι φιλελεύθερες όσο και οι μοναρχικές) στόχευαν σε αποτροπή της δημιουργίας ευρέων κοινωνικών μετώπων που, αν πραγματοποιούνταν, θα μπορούσαν να μεταβάλλουν άρδην τα πολιτικά ισοζύγια. Κομβικό ρόλο στην κρίσιμη αυτή αλληλεπίδραση διαδραμάτισε η Ομοσπονδία Παλαιών Πολεμιστών ‒σχήμα με απεύθυνση σε εργάτες, νέους μικροϊδιοκτήτες της υπαίθρου και πρόσφυγες το οποίο, κατά την περίοδο μετά την κατάρρευση του 1922, ανέπτυξε δυναμική που πανικόβαλε κρατικούς φορείς και ξένες διπλωματικές αποστολές. Η διερεύνηση του πολιτικού στίγματος και των δράσεων των «Παλαιών Πολεμιστών» αποτελεί το αντικείμενο της εισήγησης της Σπυριδούλας Πλακιά «Ο κύκλος δράσης της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Παλαιών Πολεμιστών: από την ίδρυση και την ακμή έως και την ύφεση (1922-1926)» (σχολιασμός: Γιώργος Σουβλής). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ.(Παρακολουθείτε επίσης τη σελίδα του Εργαστηρίου στο YouTube, όπου αναρτώνται τα βίντεο εισηγήσεων και σχολιασμού)

Σε μια περίοδο πρόδηλης δημοκρατικής συρρίκνωσης και κρίσης (το γνωστό σύνδρομο της «μεταδημοκρατίας»), η ελλιπής θεωρητική αξιοποίηση της ιστορικής εμπειρίας είναι και παράδοξη και γνωστικά ύποπτη. Σπάνια συνειδητοποιούμε, λ.χ., το βαθμό που ο φασισμός του Μεσοπολέμου ήρθε να καταλύσει και τυπικά κοινοβουλευτικά καθεστώτα που είχαν ήδη απονεκρωθεί ουσιαστικά ως μορφές δημοκρατίας ‒και ακόμη σπανιότερα η ερευνητική μας ματιά εστιάζεται στις συμπεριφορές δρώντων που ο μεθύστερος χρόνος τείνει ράθυμα να τους κατατάξει στο στρατόπεδο των σύννομων «πλουραλιστών». Εξετάζοντας επισταμένα τα χαρακτηριστικά και τους κρισιακούς μηχανισμούς της φθίνουσας Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας, καθώς και τις δράσεις επιφανών παραγόντων της εποχής από τους χώρους της πολιτικής, της δημοσιογραφίας και της διανόησης, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Γιώργος Σουβλής στην εισήγησή του «Η κρίση του κοινοβουλευτισμού στο Μεσοπόλεμο και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου: από την αντι-κοινοβουλευτική κριτική στη θεωρητική νομιμοποίηση» (σχολιασμός: Σπυριδούλα Πλακιά). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.30), σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης. (Παρακολουθείτε επίσης τη σελίδα του Εργαστηρίου στο YouTube, όπου αναρτώνται τα βίντεο εισηγήσεων και σχολιασμού.)

Η ‒κάποτε κραταιά‒ συζήτηση για το ακριβές πολιτικό περιεχόμενο και τις οργανωτικές πρακτικές των κομμάτων της Αριστεράς (θεματική πρόδηλα συναφής με ό,τι απασχολεί και την έρευνα των κοινωνικών κινημάτων) τείνει στις μέρες μας να επανακάμψει, όμως βαρύνεται με εννοιολογική απροσδιοριστία ή και ασάφεια. Πόσο πραγματικά καινοφανή είναι τα διαβήματα που έτειναν να (αυτο- ή ετερο-)προσδιοριστούν με όρους όπως «αριστερός λαϊκισμός», «κινηματικό κόμμα», ή «οριζόντιες συμμετοχικές διαδικασίες»; Άραγε προωθείται ο προβληματισμός από την υιοθέτησή τους, ή ‒το ακριβώς αντίθετο‒ διαρρηγνύονται δόκιμα σημασιολογικά πεδία με απώτερο αποτέλεσμα τη θεωρητική παλινδρόμηση; Μήπως οι νέες ονοματολογίες ‒ως σύγχρονα τεκμήρια της «μανίας των νεολογισμών»‒ υλοποιούν αρνητικές ευρετικές συγκάλυψης ήδη γνωστών προβλημάτων, αντί να αξιοποιούν την πρόσφατη εμπειρία προκειμένου να τα φωτίσουν; Προβληματοποιώντας την ίδια την έννοια του «καινούργιου», με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Γιώργος Χαραλάμπους στην εισήγησή του «Η έννοια του ‘καινούργιου’ στην πορεία της ριζοσπαστικής αριστεράς από το 1968 μέχρι σήμερα» (σχολιασμός: Λουκία Κοτρωνάκη). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 26 Νοεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.30), σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης. (Παρακολουθείτε επίσης τη σελίδα του Εργαστηρίου στο YouTube, όπου αναρτώνται τα βίντεο εισηγήσεων και σχολιασμού.)

Σε μια περίοδο κατά την οποία το ιδίωμα περί του ευκταίου της διεπιστημονικότητας είναι ευρύτατα διαδεδομένο στο χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών, σπάνια συνειδητοποιούμε τα τεράστια κενά που φαλκιδεύουν την πολιτική ανάλυση (είτε αυτή αφορά τους υφιστάμενους θεσμούς είτε τις κινηματικές διεργασίες) από ελλιπή κατανόηση της φύσης και των μηχανισμών της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για χτυπητό παράδοξο που καλούμαστε πάραυτα να ανασκευάσουμε. Διαστάσεις όπως η σχέση κερδοφορίας, παραγωγικών επενδύσεων και ενεργού ζήτησης, η υφή και οι λειτουργίες της «χρηματιστικοποίησης», καθώς και η απορρέουσα λογική κρατικών παρεμβάσεων που αποσκοπούν στη συστημική αναπαραγωγή, θέτουν τόσο το πλαίσιο λειτουργίας της (μετα-)δημοκρατίας όσο και τις δομικές συντεταγμένες του διεκδικητικού περιβάλλοντος (της κινηματικής δομής ευκαιριών). Αναλύοντας τα χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών κρίσεων από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα, και αναδεικνύοντας την ιδιαιτερότητα των αντιφάσεων της τρέχουσας περιόδου, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Σταύρος Τομπάζος στην εισήγησή του «Κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής (2008-2020)» (σχολιασμός: Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης). Το σεμινάριο διεξάγεται εξ αποστάσεως (μέσω της πλατφόρμας Microsoft Teams) την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου (ώρα έναρξης: 17.30) σε σύνδεσμο που έχει αναρτηθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

Η θεωρητική αξιοποίηση των ποιοτικών συμπερασμάτων που μπορεί κανείς να αποκομίσει από την επισταμένη διερεύνηση κομβικών στιγμών στο βίο των διεκδικητικών κινημάτων συνιστά εξακολουθητική γνωστική πρόκληση για τη Συγκρουσιακή Πολιτική. Η σε βάθος ‒οιονεί εθνογραφική‒ οπτική που παρόμοιες προσεγγίσεις επιτάσσουν (παραφράζοντας τον Geertz, η μελέτη όχι τόσο τόπων αλλά «σε τόπους»), αναδεικνύει την υλικότητα κρίσιμων αιτιωδών μηχανισμών, εγγράφει καταστατικά στον προβληματισμό μας την επίδραση που ασκούν ενδεχομενικοί παράγοντες όπως ο χρονισμός και τα ακριβή περιεχόμενα της «πολιτικής διαμεσολάβησης» που επιτελούνται, και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πειθαρχημένη άνοδο της θεωρητικής κλίμακας αφαίρεσης: ποια ευρήματα της μικρο-κλίμακας ισχύουν ευρύτερα (σε μέσο- και μακρο-επίπεδο) και με ποιους όρους; Με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Χρήστος Αβραμίδης στην εισήγησή του «Κίνημα της ΕΡΤ: νίκες και ήττες στον κύκλο διαμαρτυρίας ενάντια στη λιτότητα» (σχολιασμός: Σωτήρης Καράμπαμπας). Το σεμινάριο, πρώτο στο φετινό κύκλο του ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, διεξάγεται εξ αποστάσεως σε αυτόν το σύνδεσμο (απαιτείται η εγκατάσταση του Skype for Business) την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου, και ξεκινά στις 17.30. Βρείτε περίληψη της εισήγησης εδώ. (Προϋπόθεση για την παρακολούθηση αποτελεί η εγκατάσταση της πλατφόρμας Skype for Business.) 

Βασικό ‒πλην εξακολουθητικά ανεκπλήρωτο‒ αίτημα των νεότερων, σχεσιακών θεωρητικών προσεγγίσεων του κινηματικού φαινομένου (που τονίζουν την τεράστια σημασία που έχει η πρόσληψη και ερμηνεία της εκάστοτε πραγματικότητας) αποτελεί η ενδελεχής διερεύνηση της πολιτικής ταυτότητας των δρώντων: των συγκεκριμένων ιδεολογικών τους αναφορών, της οργανωτικής τους κουλτούρας, των μορφών δράσης που τείνουν να υιοθετούν. Δεν πρόκειται βέβαια για κάτι απλό. Τα κινηματικά δίκτυα συγκροτούνται από πλειάδα διαφορετικών προδιαθέσεων και οπτικών που είναι μεταξύ τους άνισες και, όχι σπάνια, ανταγωνιστικές (αν όχι ευθέως αντιπαραθετικές). Εκτιμώντας τη μεγάλη θεωρητική σημασία που έχει η αποτύπωση της εξέλιξης των κινηματικών πολιτικών χώρων, ο Κώστας Κωστόπουλος εξετάζει τις διαδρομές των αναρχοαυτόνομων στην εισήγησή του «Ο Αναρχικός/Αντιεξουσιαστικός χώρος τη δεκαετία του 2000: εξέλιξη, περιεχόμενα διαμαρτυρίας και ρεπερτόρια δράσης» (σχολιασμόςΛουκία Κοτρωνάκη). Το σεμινάριο, τελευταίο στο φετινό κύκλο σεμιναρίων του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής, διεξάγεται με τηλεδιάσκεψη την Πέμπτη 4 Ιουνίου από αυτόν το σύνδεσμο, και ξεκινά στις 18.30. Βρείτε περίληψη της εισήγησης εδώ.(Προϋπόθεση για την παρακολούθηση αποτελεί η εγκατάσταση της πλατφόρμας Skype for Business.)

Τίποτε ίσως δεν συμπυκνώνει καλύτερα τα χαρακτηριστικά των νέων περιβαλλοντικών δράσεων από το σύνθημα «Αλλάξτε το σύστημα, όχι το κλίμα» που, καιρό τώρα, ευαισθητοποιεί και συσπειρώνει πολλά και ποικίλα ακροατήρια. Η κατανόηση του ότι η περιβαλλοντική καταστροφή δεν είναι απόρροια εν γένει ανθρώπινων δράσεων αλλά απότοκο συγκεκριμένων στρατηγικών αύξησης της κερδοφορίας θέτει σε μια κατεξοχήν πολιτική βάση κινήματα που σε προηγούμενο χρόνο (στο πλαίσιο της φιλολογίας περί «νέων κοινωνικών κινημάτων») έτειναν να εκλαμβάνονται ως τεκμήριο του τέλους των τάξεων, των ιδεολογιών και, όχι σπάνια, της ίδιας της ιστορίας και της πολιτικής. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, όμως και η ελληνική του εκδοχή δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη (λ.χ., το κίνημα ενάντια στην καύση των σκουπιδιών ή οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν πρόσφατα από την ψήφιση του νομοσχεδίου για την έκδοση περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων). Αποτυπώνοντας τις διασυνδέσεις ανάμεσα σε εθνικό και διεθνές, και εξετάζοντας διεξοδικά το πολιτικό περιεχόμενο των συναφών διεκδικήσεων, με το θέμα ασχολείται ο Γιώργος Βελεγράκης στην εισήγησή του «Από τις τοπικές περιβαλλοντικές κινητοποιήσεις στο κίνημα κατά της κλιματικής αλλαγής. Σκέψεις για τη συγκρότηση των οικολογικών κινημάτων στο Ελλάδα (2006-2019)» (σχολιασμός: Βαγγέλης Καρατζής). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 28 Μαΐου (ώρα έναρξης: 18.30) με τηλεδιάσκεψη σε σύνδεσμο που θα ανακοινωθεί εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης (προϋπόθεση η εγκατάσταση της πλατφόρμας Skype for Business).

Παρότι πρόδηλα κομβική και κρίσιμη, η συζήτηση για το ρόλο που οι κοινωνικές επιστήμες διαδραματίζουν στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από παρατεταμένες σιωπές και ‒όχι σπάνια‒ ένοχα κενά. Πώς οι επιμέρους κλάδοι αναμετρώνται με τα προβλήματα της εποχής, ποια η ποιότητα των ερευνητικών εργαλείων που εισφέρουν και με ποιους τρόπους αποτιμάται η θεωρητική τους συμβολή; Το στρογγυλό τραπέζι με τίτλο «Εργαστήριο Συγκρουσιακής Πολιτικής: Γνωστικοί στόχοι και η διαδρομή μιας δεκαετίας» αποσκοπεί σε μια συμπεριληπτική ανασκόπηση της συμβολής του δυναμικού αυτού κλάδου, ενθέτοντας στον προβληματισμό και το ρόλο που οι υπερ-δεκαετείς επεξεργασίες του Εργαστηρίου του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο) έχουν διαδραματίσει στην επεξεργασία και διεύρυνση του κεντρικού θεωρητικού πυρήνα. Συζητούν οι Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης («Συγκρουσιακή Πολιτική και σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες: μια αποτίμηση»), Λουκία Κοτρωνάκη («Από το γιατί στο πώς των κοινωνικών κινημάτων: η θεωρητική και ερευνητική συμβολή του παραδείγματος της Συγκρουσιακής Πολιτικής») και Κώστας Κανελλόπουλος («Συγκρουσιακή Πολιτική: Ερευνητικές διαδρομές»). Η συζήτηση διεξάγεται την Πέμπτη 30 Απριλίου (ώρα έναρξης: 18.30) και θα πραγματοποιηθεί με τηλεδιάσκεψη σε σύνδεσμο που θα ανακοινωθεί εδώ, όπου και περιλήψεις των εισηγήσεων. Προϋπόθεση για την παρακολούθησή του αποτελεί η εγκατάσταση της πλατφόρμας zoom.

Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν από το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19, με επιπτώσεις που πρόδηλα θα επιβαρύνουν τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συντεταγμένες της επόμενης μέρας, καθιστούν επιτακτική, εκτός από την αποτίμηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος άσκησης δημόσιας πολιτικής, και την καταγραφή του σκεπτικού που το συνέχει. Το εγχείρημα είναι βέβαια πολύπλευρο, όμως επισταμένη διερεύνηση των διάφορων όψεών του αποκαλύπτει έντονη συμπληρωματικότητα δράσεων με στόχο την εγκαθίδρυση μιας νέας πολιτειότητας χωρίς (η με ελάχιστα) κοινωνικά δικαιώματα. Το workshop του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής «Κρίση και κοινωνική πολιτική», που διεξάγεται την Πέμπτη 9 Απριλίου (ώρα έναρξης: 18.30), είναι αφιερωμένο στην πολυπρισματική διερεύνηση των εκφάνσεων αυτής της διαδικασίας, με αναφορές τόσο στο πρόσφατο παρελθόν όσο και στη δυναμική της τρέχουσας συγκυρίας. Οι ειδικές θεματικές που εξετάζονται είναι αλληλένδετες. Επιδιώκοντας μια γενική επόπτευση του πεδίου των κοινωνικών δικαιωμάτων σε τομείς όπως η φτώχεια, η στέγη και η σχέση κράτους-ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού ο Νίκος Κουραχάνης (διδάσκων στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο) διαπιστώνει τη μετάλλαξη της ιδιότητας του πολίτη μέσα από την προώθηση ενός συντακτικού «ατομικής ευθύνης». Από την πλευρά του, ο Γιάννης Κουζής (καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής και κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) ασχολείται με την βίαιη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων που επιβλήθηκε στα χρόνια της κρίσης, ενώ το ζήτημα της κανονικοποίησης μιας «κατάστασης εξαίρεσης» στην εργασία αρχής γενομένης από το χώρο της εργασίας των μεταναστών ‒συνθήκη ευθέως απειλητική για τον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατίας‒ απασχολεί τον Απόστολο Καψάλη (μεταδιδακτορικό ερευνητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διδάσκοντα Μεταναστευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου).  Αξιοποιώντας, τέλος, τα πορίσματα δυο πρόσφατων ερευνών του Κέντρου Κοινωνικής Μορφολογίας και Κοινωνικής Πολιτικής (2010-2017) του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου και του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (2016-2020), ο Ιορδάνης Ψημμένος (καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) εξετάζει τη διαδικασία κοινωνικής στρωμάτωσης και κινητικότητας των μεταναστριών οικιακών εργατριών κατά τη διάρκεια της περιόδου 2008-2020. Το workshop διεξάγεται με τηλεδιάσκεψη από αυτόν τον σύνδεσμο (προϋπόθεση η εγκατάσταση της πλατφόρμας zoom). Δείτε περιλήψεις των εισηγήσεων εδώ.

Το ξέσπασμα της επιδημίας του κοροναϊού έφερε δραματικά στο προσκήνιο τις ανεπάρκειες του σκεπτικού που διατείνεται πως η υγεία (και άλλα δημόσια αγαθά) εξυπηρετούνται καλύτερα μέσα από τους μηχανισμούς της απορρυθμισμένης αγοράς. Πέρα όμως από την απτή πραγματικότητα που η άποψη αυτή (βασική συνιστώσα της «νεοφιλελεύθερης οπτικής») διαμόρφωσε τις τελευταίες δεκαετίες, έχει τεράστια σημασία να καταγραφούν (αποτυπωθούν και αξιολογηθούν) και οι συγκεκριμένες ιδεολογικές της συντεταγμένες. Στο ίδιο πλαίσιο, εξίσου σημαντική είναι και η κατανόηση των κοινωνικών προσλαμβανουσών και αντιστάσεων: τόσο των αμυντικών, ενώπιον του φαινομένου της γενικευμένης συρρίκνωσης του δημόσιου χώρου, όσο και αντίστροφα: ως αίτημα δημοκρατικής εμβάθυνσης και επέκτασης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Εξετάζοντας τα διεκδικητικά ρεπερτόρια κινημάτων για την υγεία σε Ελλάδα και Ισπανία στα χρόνια της κρίσης, λαβή για τη διερεύνηση των ζητημάτων αυτών δίνει η εισήγηση της Στέλλας Χρήστου «Αντιστάσεις πολιτών στην υποχώρηση της δημόσιας υγείας: ακτιβισμός και υγειονομική κάλυψη σε Ελλάδα και Ισπανία» (σχολιασμός: Γιώργος Βελεγράκης). Το σεμινάριο διεξάγεται με τηλεδιάσκεψη σε αυτόν τον σύνδεσμο την Πέμπτη 2 Απριλίου, και ξεκινά στις 5.00 μμ. (προϋπόθεση για την παρακολούθηση είναι η εγκατάσταση της πλατφόρμας zoom). Βρείτε περίληψη της εισήγησης εδώ.

Εκτός από πραγματολογικά ενδιαφέρουσα καθαυτή, η διερεύνηση των μηχανισμών σύμπηξης διεκδικητικών συλλογικοτήτων σε αυταρχικά περιβάλλοντα αποκαλύπτει ευρύτερες όψεις του κινηματικού φαινομένου με κρίσιμες θεωρητικές προεκτάσεις. Τα «όπλα των αδύναμων» (κατά την προσφυή διατύπωση του James C. Scott, 1985) συνιστούν, βέβαια, πεδίο έρευνας που πρώτιστα αφορά τη διαμαρτυρία όσων δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα. Όμως η εξέτασή τους δίνει παράλληλα τη δυνατότητα προβληματισμού και για διαδικασίες που συντελούνται (αν δεν προϋποτίθενται) για την αντίσταση των υποτελών σε συνθήκες όπου τυπικά δικαιώματα εμφανίζονται ως θεσμικά κατοχυρωμένα ‒λ.χ., στους χώρους της ελαστικής εργασίας ή σε περιστάσεις όπως αυτές που αντανακλώνται στην τρέχουσα κρίση αντιπροσώπευσης. Με ερευνητική εστία τις συσσωματώσεις των ultras στη βόρεια Αφρική, με τα ζητήματα αυτά ασχολείται ο Βαγγέλης Καρατζής στην εισήγησή του «Το φαινόμενο των ultras στην Αίγυπτο: άνοδος και πτώση του οπαδικού κινήματος στη βόρεια Αφρική» (σχολιασμός: Κωνσταντίνος Τσίκας). Το σεμινάριο διεξάγεται την Πέμπτη 26 Μαρτίου (ώρα έναρξης: 17.00) με τηλεδιάσκεψη (χωρίς την ανάγκη για την εγκατάσταση κάποιου επιπλέον προγράμματος) σε σύνδεσμο που θα ανακοινωθεί 15’ πριν την έναρξη (στις 16.45) εδώ, όπου και περίληψη της εισήγησης.

«Γράφουμε την ιστορία των απλών ανθρώπων ως μάθημα αυτοσυνείδησης και ιστορίας» δήλωσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (1935-2012) σε κάποια συνέντευξή του σχολιάζοντας το Θίασο (1974-’75, 230’). Και είναι πράγματι έτσι. Διαρρηγνύοντας τη γραμμική αφήγηση, η ταινία διαπλέκει τη διαδρομή των προσώπων-μελών ενός περιοδεύοντος θιάσου με την ιστορία της Ελλάδας από τα τέλη της δικτατορίας Μεταξά μέχρι τις εκλογές του 1952. Όμως η εξιστόρηση των προσωπικών βιωμάτων σε όλο αυτό το διάστημα δεν αναδεικνύει ατομικούς ήρωες, αλλά συνέχειες και ασυνέχειες στη ροή του ιστορικού χρόνου σε μια γραφή απομυθοποιητικά απτή. Σαρανταπέντε χρόνια μετά την πρώτη προβολή της ταινίας, τα κομβικά γεγονότα που αναδεικνύει και η περιοδολόγηση που εισηγείται εξακολουθούν να συνιστούν προκλήσεις τόσο για τον ερευνητή των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων όσο και την ίδια τη διαχείριση και αξιοποίηση της μνήμης. Η ταινία (την οποία η Διεθνής Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου κατέταξε στην 44η θέση των καλύτερων ταινιών στην Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου) προβάλλεται την Πέμπτη 5 Μαρτίου στο ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ (Αμφιθέατρο Σάκη Καράγιωργα ΙΙ, 2ος όροφος) με σχολιασμό του Ιάκωβου Παναγόπουλου. Η προβολή ξεκινά στις 5.00 μμ. και μετά το πέρας της θα ακολουθήσει ανοιχτή συζήτηση. Δείτε εδώ σύνοψη της υπόθεσης και της δομής της ταινίας καθώς και μια από τις πλέον χαρακτηριστικές σκηνές.

Η ανάδυση του «βιομηχανικού εργάτη» ως διεκδικητικού υποκειμένου κατά την περίοδο της πρώιμης Μεταπολίτευσης αντανακλούσε εξελίξεις τόσο στις παραγωγικές δομές όσο και στο ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον. Με όχημα το εργοστασιακό σωματείο (συνδικαλιστική οργάνωση σε επίπεδο επιχείρησης), η βιομηχανική εργατική τάξη διαρρήγνυε την επίφαση κοινωνικής ειρήνης των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων (το γνωστό μοτίβο της «βελούδινης νετάβασης», μεταβάλλοντας δραστικά τις μορφές της συνδικαλιστικής και πολιτικής της συμπεριφοράς καθ’ οδόν προς αυτό που έχει αποκληθεί «εποποιία του βιομηχανικού συνδικαλισμού». Η επισταμένη διερεύνηση αυτής της πραγματικότητας (που μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει να μελετάται διεξοδικά) δεν παρουσιάζει μόνο ιστορικό-πραγματολογικό ενδιαφέρον, αλλά προσφέρεται και για πλούσια θεωρητική αξιοποίηση ‒σε τομείς όπως, ενδεικτικά, τους μηχανισμούς που εξηγούν τη μεταβολή ρεπερτορίων διεκδικητικής δράσης και κινηματικών οργανωτικών δομών, την κομβική επενέργεια της «πολιτικής διαμεσολάβησης» που επιτελούν κόμματα και πολιτικές οργανώσεις, την αέναη αλληλεπίδραση συλλογικών δράσεων και κρατικής καταστολής. Στη διερεύνηση των ζητημάτων αυτών είναι αφιερωμένο το Workshop του ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ με γενικό τίτλο «Ταξική συγκρότηση και εργοστασιακός συνδικαλισμός» με εισηγήσεις του Στέφανου Ιωαννίδη («Η συγκρότηση της μεταπολεμικής εργοστασιακής εργατικής τάξης στην Ελλάδα (1960-1973). Η δημιουργία του ‘βιομηχανικού εργάτη’») και της Γεωργίας Δούκουρη («Οι αγώνες των βιομηχανικών εργατών στην πρώιμη μεταπολίτευση»). Το Workshop διεξάγεται στο ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ στην Αίθουσα της Συγκλήτου (Κτίριο Διοίκησης, 1ος όροφος) την Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου, και ξεκινά στις 5.00 μμ. Δείτε εδώ περιλήψεις των εισηγήσεων.