Οι διεκδικητικές συλλογικές δράσεις διαδραματίζουν, αναμφισβήτητα, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Πώς όμως τις προσεγγίζουμε και πώς τις αποτιμούμε; Η εισήγηση παρουσιάζει ένα υπόδειγμα καταγραφής, ανάλυσης και ποσοτικοποίησής τους στη βάση της πλούσιας (αλλά παραμελημένης) εμπειρίας του ελληνικού μεσοπολέμου. Οροθετούνται, εκφέρονται επιχειρησιακά και μετρώνται τρεις διαστάσεις της διεκδικητικής εμπειρίας: (α) η μαχητικότητα και (β) εμβέλεια που επέδειξαν στις συλλογικές τους δράσεις εργατικά, αγροτικά και νεανικά συλλογικά υποκείμενα καθώς και (γ) η καταστολή την οποία υπέστησαν. Το εγχείρημα στηρίζεται σε βάση δεδομένων από ενδελεχή αποδελτίωση του Τύπου 18 χρόνων (1918-1936) καθώς και τη συνδυαστική χρησιμοποίηση αρχειακών και δευτερογενών πηγών. Αναδεικνύεται έτσι έμπρακτα η στενή αλληλεπίδραση που διέπει τη σχέση συλλογικών δράσεων και θεσμικού πλαισίου (π.χ.: η έκνομη συγκρουσιακότητα ως απόρροια του ασφυκτικού νομικού πλαισίου), όμως με επαρκείς μέριμνες για τον συνυπολογισμό ευρέως φάσματος ενδιάμεσων μεταβλητών (π.χ.: οργανωτικά χαρακτηριστικά, περιεχόμενα πολιτικής, έκτακτες κατασταλτικές εξάρσεις κτλ) και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια τεκμηριωμένη απόδοση/αφήγηση της μεσοπολεμικής διεκδικητικής εμπειρίας. Η άσκηση —ενδεικτική των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι ιστορικά προσανατολισμένοι ερευνητές πεδίου— παρεκτός των αυταπόδεικτων πραγματολογικών της στοχεύσεων (: την πλήρωση ενός εμπειρικού/ ιστοριογραφικού κενού) αναδεικνύει επίσης τη σημασία της εννοιολογικής ανάλυσης ως προϋπόθεσης για κάθε μέτρηση.