11 Μαρτίου – Ξαναδιαβάζοντας τον Michels: «Σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας», πεπρωμένο φυγείν δυνατόν; (Κωνσταντίνος Τσίκας)

Διαχρονικό και ταυτόχρονα μείζονος σημασίας ζήτημα στη θεωρία των πολιτικών κομμάτων αποτελεί η διερεύνηση των αιτιών ρεφορμιστικής μεταμόρφωσης, των επαναστατικών (αρχές 20ου αιώνα) ή/και ριζοσπαστικών (αρχές 21ου αιώνα) κομμάτων της αριστεράς. Από το SPD της δεκαετίας του 1920, έως τον ΣΥΡΙΖΑ έναν αιώνα μετά, το ερώτημα παραμένει γνωστικά επίκαιρο, ενώ η απάντησή του εξακολουθεί να είναι γνωστικά ισχνή, αν όχι ανεπαρκής, με την πλειονότητα των εισηγήσεων να καταλήγουν σε κανονικοποίηση του φαινομένου και την κατίσχυση μιας θεωρητικής ΤΙΝΑ, που αντί να μελετά το φαινόμενο εις βάθος, αναδεικνύοντας τους αιτιώδεις μηχανισμούς που το προκαλούν, το αποδέχονται ως φυσικό. Σε μια προσπάθεια υπέρβασης αυτής της προβληματικής κατάστασης, η εισήγηση θεωρεί πως τα κρίσιμα «γιατί» αυτής της εξέλιξης, ανιχνεύονται στο πεδίο της οργανωτικής λειτουργίας των κομμάτων και ειδικότερα, στις διαδικασίες αλλαγής του ισοζυγίου ισχύος μεταξύ των εσωτερικών κομματικών τάσεων και της σχέσης ηγεσίας και μελών. Πρόκειται για υπόθεση που πρώτος ο Michels εισήγαγε στους κόλπους της πολιτικής επιστήμης, στο θεμελιακό του κείμενο Πολιτικά κόμματα: Μια κοινωνιολογική μελέτη των ολιγαρχικών τάσεων της σύγχρονης δημοκρατίας, δίνοντας μια συντηρητική –«ελιτίστικη» απάντηση, σε ένα αμιγώς αριστερό – «επαναστατικό» ερώτημα. Ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας» που εισηγείται σε αυτό, έχει επιβεβαιωθεί από πολλούς ερευνητές, και μάλλον δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι τα περισσότερα κόμματα και κοινωνίες δεν είναι απλά και μόνο ιεραρχικά/ές, αλλά κυβερνώνται/διοικούνται, από μικρές ομάδες εξουσίας (ελίτ). Ωστόσο, είναι επιστημονικά δόκιμος ο ισχυρισμός ότι η παρατήρηση αυτή, εκτός από αναπόφευκτη, είναι και λειτουργικά απαραίτητη; Είναι ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας», πραγματικά, ένας «νόμος»; Με το βλέμμα στραμμένο στην ανάδειξη των αιτιωδών μηχανισμών της γραφειοκρατικοποίησης και με εμπειρικό φόντο τη θεωρητική αξιοποίηση της εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ, η εισήγηση φιλοδοξεί στην κριτική και ενδεχομένως στην ανασκευή της θεωρίας.